Ένα βράδυ ο πολιτιστικός σύλλογος μου έκανε ένα είδος αφιερώματος μαζί με άλλους Παριανούς δημιουργούς και βγήκα να διαβάσω μερικά ποιηματά μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα το Νίκο μου, ανάμεσα στον κόσμο βουρκωμένο να παρακολουθεί. Γύρισα μια σελίδα και βρήκα το ποίημα που είχα γράψει γι' αυτόν.
"Ποτέ δεν θα ξαναβρούμε το μέρος που ζήσαμε
βλέπεις το έγκλημά μας πρόλαβαν οι αρχές
πάντα υπήρξαμε δυο ένοχοι σε ύφεση
που θύμα δεν αφήσαμε στις ενοχές".
Ένα απ' αυτά τα ακαταλαβίστικα ποιήματα με τις απλές λέξεις, ένα έκθεμα σε χώρο γυμνό που μόνο εκείνος μπόρεσε να καταλάβει. Νόμιζα. Νομίζω.
"Σε καμαρώνω και χαίρομαι, αφάνταστα χαίρομαι" Μου είπε. Κι εγώ μάθαινα γι' αυτόν και τις επιτυχίες του και καμάρωνα αφάνταστα. Μέχρι που πια δεν μάθαινα. Ούτε εγώ, ούτε ο πατέρας μου που αναρωτιόταν πως χάθηκε εδώ και κάποια χρόνια πάλι από το νησί και που να βρίσκεται.
Πριν από δυο μήνες, πάνω στην τρέλα με τα τρεχάματα στο φεστιβάλ, άκουσα τη φωνή του στο παζάρι του Θησείου. Δεν μπορούσε να είναι άλλος, ήμουν σίγουρη και παραμερίζοντας τις πλάτες και τους ανθρώπους μπροστά μου τον έφτασα. Ήταν χλωμός και πολύ αδύνατος, αυτό είδα μετά την μεγάλη αγκαλιά και του χάιδεψα το μάγουλο. Εκείνα τα τεράστια μάτια του είχαν βαθουλώσει. Ανήσυχη του είπα να προσέχει τον εαυτό του και μου έδωσε το τηλεφωνό του. "Μένω εδώ κοντά, έλα να δεις και το σπίτι που φτιάχνω, είναι πιο ωραίο από αυτό της Πάρου" Μου είπε. Ήμουν σίγουρη. Ο Νίκος έφτιαχνε πάντα μόνος του τον χώρο του κι απέδωσε σ' αυτό και την κουρασμένη του εμφάνιση.
Του υποσχέθηκα ότι αμέσως μετά το φεστιβάλ θα του έκανα την έκπληξη και τώρα, αυτές τις μέρες, μιας και δεν τον είδα ούτε το Πάσχα στο χωριό, ήταν η στιγμή να επικοινωνήσω.
Χθες το πρωί, αναφεροντάς τον στον εργοδότη μου ως έναν άνθρωπο που θέλω οπωσδήποτε να συναντήσω άμεσα, μου είπε...-Ποιος Τζιώτης; ο ζωγράφος; -Ναι αυτός. Τον ξέρεις; -Ελένη, ο Νίκος έχει πεθάνει εδώ και δεκαπέντε μέρες. Μου το είπε ένας κοινός μας γνωστός, ζωγράφος κι αυτός.
Αυτά.
Tuesday, May 20, 2008
Αυτά
Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, εκεί στους βράχους του Λογαρά που κατέφευγα να κάνω το ψώνιο μου μακριά από τα βλέμματα συγγενών και συχωριανών, με πλησίασε ένας πολύ γοητευτικός νέος άντρας καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος από μένα όπως τον έκοβα. Γεμάτος ζεστό ενδιαφέρον με ρώτησε τι γράφω κι εγώ καχύποπτη με όλους καθώς ήμουν τα μάζεψα να φύγω.
-Λενιώ περίμενε, δεν σου κάνω καμάκι, θείος σου είμαι βρε!
Κοντοστάθηκα και τον κοίταξα καλύτερα. Θείο τόσο νέο και τόσο όμορφο δεν μου είχε πει ποτέ ο πατέρας μου πως έχω. Δεν τον είχα ξαναδεί μέχρι τότε, ούτε στις γιορτές, ούτε στα πανηγύρια, ούτε σε καμιά κηδεία, ούτε σε κανένα από τα μαγαζιά που πήγαινα με την παρέα μου.
Μου είπε πως έλειπε αρκετά χρόνια από την Ελλάδα, ζούσε στο παρίσι, πως ήταν πρώτος εξάδελφος του πατέρα μου και πως το πατρικό του σπίτι βρισκόταν μέσα στο χωριό, ένα στενό πίσω από το δικό μας. Με παρότρυνε να μιλήσω στον πατέρα μου γι' αυτόν και με προσκάλεσε στο σπίτι του για φαγητό, λεγοντάς μου πως μετά την επιστροφή του διαπίστωσε πως πολλοί από τους κοινούς συγγενείς μας δεν βρίσκονταν πια στο νησί ή είχαν πεθάνει και πως ο ίδιος, ένιωθε την ανάγκη να ανακτήσει τους δεσμούς του με τον τόπο.
Μου προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον όλα αυτά κι ακόμα μεγαλύτερη χαρά όταν μου είπε πως δεν τον ενδιέφερε που δεν ήμουν χαρακτηριστική περίπτωση Παριανής, εφόσον είχα γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα, γιατί και μόνο το γεγονός ότι είχαμε αίμα συγγενικό του αρκούσε. Έτσι γνώρισα τον Νίκο.
Μέχρι τότε δεν είχα εμπιστευτεί σε κανέναν τα γραπτά μου, ότι έγραφα το κράταγα για τον εαυτό μου επειδή το περιβάλλον μου αντιμετώπιζε κάπως σαν αλαφροϊσκιωτους αυτούς που επιδίδονταν σε τέτοιες δραστηριότητες, πολύ περισσότερο όταν είσαι ένα νέο κορίτσι που αντί να τρέχεις με την παρέα σου να διασκεδάσεις, κρύβεσαι στα βράχια για να γράφεις ανενόχλητη.
Ο Νίκος μου ζήτησε να πάρω και το τετράδιο με τα ποιηματά μου μαζί, τον ενδιέφερε πολύ να μάθει τι γράφω, πως γράφω κι έτσι με ένα χτυποκάρδι το απόγευμα της ίδιας μέρας, του χτύπησα την πόρτα με το τετράδιο παραμάσχαλα. Εκείνη την εποχή έγραφα έφτιαχνα μόνο κάτι σκαριφήματα που ονόμαζα ποιήματα.
Ξεναγήθηκα σε ένα σπίτι που με άφησε με το στόμα ανοιχτό. Ανισόπεδα δωμάτια, πέτρινοι παλιοί τοίχοι, μια τεράστια καμάρα συνέδεε την κουζίνα με τον άλλο εσωτερικό χώρο, μάρμαρα παντού και σουρεαλιστικές μαρμάρινες συνθέσεις, μέχρι που με πήγε στο δωμάτιο που αποκαλούσε "εργαστήρι" του. Τεράστιοι σε μέγεθος ζωγραφικοί πίνακες, όλοι δικοί του, και στη μέση δέσποζε ένα μεταλλικό υπο κατασκευή έργο, ένα τεράστιο 4 που το κοίταζα σαν χάνος προσπαθώντας να καταλάβω τι παριστάνει.
-Τι παριστάνει; ρώτησα αυθόρμητα μέσα στην άγνοιά μου τον Νίκο.
-Το 4. Μου απάντησε γελώντας αυτός.
Ύστερα έξω στην αυλή μου ανέλυσε τη σημασία του 4. Δεν είχα μέχρι τότε υποψιαστεί πως ένας αριθμός μπορεί να σημαίνει τόσα πολλά πράγματα, να συνδέεται με τόσες φυσικές αλλά και μεταφυσικές έννοιες. Ένα άλλο σύμβολο που επικρατούσε στους πίνακες που είδα στο σπίτι του, ήταν ο σταυρός. Σταυροί παντού. Αλλού μοναχικοί, αλλού πολλοί μαζί να σου θυμίζουν νεκροταφείο, αλλού λασπωμένοι, πατημένοι στραπατσαρισμένοι, αλλού άνθρωποι να τους μεταφέρουν με ευλάβεια και κατάνυξη κι αλλού να καταπλακώνουν τους ανθρώπους. Ένα δωμάτιο γεμάτο σταυρούς.
-Μα καλά, μόνο σταυρούς ζωγραφίζεις εσύ; Τον ρώτησα.
-Όχι μόνο, όχι. Είναι το θέμα μου όμως στην επόμενη έκθεση που θα κάνω. Μου απάντησε πάντα γελώντας ο Νίκος.
Έτσι γνώρισα τον ζωγράφο Νίκο Τζιώτη, για τον οποίο ο πατέρας μου είχε προλάβει στο μεταξύ να μου μιλήσει, για το πόσο δύσκολα παιδικά χρόνια είχε, μέχρι τη στιγμή που έφυγε από το νησί για να αφιερωθεί στην τέχνη. Ρώτησα τον Νίκο αν αληθεύει αυτό που μου είπε ο πατέρας μου ότι είναι ο νεότερος εν ζωή ζωγράφος που έργα του υπάρχουν μέσα στην εθνική πινακοθήκη και μου απάντησε ναι. Είναι αλήθεια.
Ο θείος μου λοιπόν διάβασε πολύ προσεχτικά το περιεχόμενο του τετραδίου μου ενώ εγώ τον περίμενα υπομονετικά να τελειώσει, πίνοντας τον καφέ μου στην άλλη μεριά του τραπεζιού. Όταν τα είδε όλα με κοίταξε συγκινημένος κάπως και μου έδειξε την άδεια καρέκλα δίπλα του.
-Έλα εδώ, κάθισε δίπλα μου.
Είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας και καθόλου σίγουρη δεν ήμουν πως μπορώ να την αντέξω.
-Φοβάσαι;
-Τρέμω
-Τι ακριβώς τρέμεις; Την κακή κριτική;
-Όχι, το ενδεχόμενο να με θεωρήσεις κι εσύ τρελή.
-Σου φαίνομαι για τύπος που δεν σέβεται τους τρελούς;
Επιτέλους χαλάρωσα λίγο και γέλασα. -Κάθε άλλο.
-Υποννοείς κάτι με αυτό; Με ρώτησε ευδιάθετα.
-Στο λέω στα μούτρα. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι εγώ είμαι η τρελή του σογιού.
-Ε λοιπόν μικρή μου σε πληροφορώ, έχουν προηγηθεί άλλοι. Επι της ουσίας λοιπόν, πολύ την γουστάρω την τρέλα σου. Αν υπάρχει ένας λόγος που δεν θέλω να κάνεις γνωστή ακόμα τη δουλειά σου πουθενά, είναι γιατί θεωρώ πως είσαι πολύ μικρή κι ευαίσθητη για να αντέξεις τις κακοπροαίρετες κριτικές. Θα σε σταυρώσουν εκεί έξω. Τους είδες τους σταυρούς μέσα ε; Όταν θα είσαι έτοιμη να το υποστείς αυτό, να μη σε νοιάζει εννοώ, θα έχει έρθει η στιγμή να τα δείξεις αυτά κι αλλού.
-Κατάλαβα δεν σου άρεσαν.
-Παπάρια κατάλαβες. Σου λέω απλώς ότι τη στιγμή που δεν θα σε νοιάζει για το τι θα πει ή σκεφτεί ο οποιοσδήποτε τα διαβάσει, θα έχεις αποφασίσει να βγάλεις τον εαυτό σου μέσα εδώ. Μέχρι στιγμής κάνεις ότι μπορείς για να τον κρύψεις.
-Έχεις δίκιο.
-Το ξέρω ότι έχω δίκιο. Όρμα λοιπόν.
-Που να ορμήσω;
-Μέσα σου. Να βρεις τους φόβους σου να τους κατονομάσεις και να τους ξεφορτωθείς. Τον τρόπο για να τα βγάλεις στο χαρτί τον έχεις. Δεν σου λείπει αυτός. Το θάρρος σου λείπει.
-Μάλιστα.
-Μαλλιά. Πάμε να στρώσουμε να φάμε".
Πολλά τραπέζια στρώσαμε μαζί από τότε. Όχι μόνο για τους δυο μας αλλά και για τους φίλους που έρχονταν να τον δουν τα καλοκαίρια από την Αθήνα και το Παρίσι. Φίλοι των οποίων τα ονόματα κάπου είχα δει, διαβάσει, αλλά που κατά βάση δεν μου έλεγαν τίποτα.
Το καλοκαίρι του 1988 με τη συνεργασία της κοινότητας Μάρπησσας, διοργάνωσε μια έκθεση ζωγραφικής μέσα στο χωριό με έργα από τους πιο γνωστούς σύγχρους Έλληνες ζωγράφους και φυσικά και δικά του.
Χωριό τώρα, οι μισοί κάτοικοι αγρότες οι άλλοι επιχειρηματίες με εστιατόρια και ξενοδοχεία, οι κοπέλες όλες απασχολημένες στις δραστηριοτητές τους της τοπικής ζωής, που σε καμιά περίπτωση δεν περιελάμβάνε την τέχνη και τις εκθέσεις, βρέθηκα μέσα στους τυφλούς η μονόφθαλμη και νά' μαι φάτσα κάρτα στην υποδοχή της έκθεσης, να ξεναγώ τους επισκέπτες που στο συνολό τους ήταν παραθεριστές από την Αθήνα ή ξένοι.
Μπαίνει ένα βράδυ ο Νίκος στην έκθεση και μου λέει.
"Ελένη, περιμένω δυο φίλους μου από την Αθήνα και τους είπα να έρθουν να παρκάρουν το αμάξι τους εδώ δίπλα που έχει μεγάλο ανοιχτό χώρο. Μετά θα μπουν μέσα και θα σου πουν ότι τους περιμένω. Θα τους πάρεις λοιπόν από το χεράκι μόλις φύγουν οι επισκέπτες που έχεις και θα τους φέρεις στο σπίτι μου.
-Όνομα δεν έχουν αυτοί οι φίλοι σου;
-Έχουν. Τον άντρα τον λένε Κώστα Ταχτσή και τη γυναίκα Μαντώ Αραβαντινού.
Απέμεινα να τον κοιτάζω σαν χάνος. Εκείνος άλλαξε θέση στο πόδι του νιώθοντας άβολα.
-Έλα ρε, νόμιζα πως δεν τους ξέρεις.
Εξακολουθούσα να τον κοιτάζω σαν χάνος και με αγκάλιασε. "Ελενάκι μου συγνώμη δεν το είπα έτσι για να σε υποτιμήσω απλώς είναι χωριό και καταλαβαίνεις, δεν φτάνουν τα ονόματα εύκολα μέχρι εδώ.
-Αλλά εγώ είμαι Αθηναία μαλάκα, Αθηναία! Και υπάρχουν και μέσα μαζικής ενημέρωσης ακόμα και στο χωριό και βιβλιοπωλεία άι σιχτίρ!
Αφού ξεκαρδισμένος στα γέλια μου ζήτησε συγνώμη άλλη μια φορά, μου γνωστοποίησε πως ο Ταχτσής είναι πολύ εκρηκτικός άνθρωπος, γι' αυτό καλά θα κάνω να τους οδηγήσω γρήγορα στο σπίτι του για να μη χάσει την υπομονή του.
Μετά από κανένα δίωρο σκάει το ζευγάρι στην έκθεση, δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι που μπήκαν πατώντας σχεδόν στα νύχια, με ένα πλατύ χαμόγελο στα πρόσωπα και με πλησίασαν.
-Καλησπέρα σας. Μήπως γνωρίζετε που μένει ο κύριος Νίκος Τζιώτης, ο ζωγράφος που διοργάνωσε αυτή την έκθεση;
-Καλωσορίσατε κύριε Ταχτσή, θα σας πάω αμέσως σ' αυτόν, σας περιμένει.
-Αχ κορίτσι μου νά' σαι καλά, δεν έχεις ιδέα πόσο ταλαιπωρηθήκαμε, δώδεκα ώρες ταξίδι μ' αυτό το σαπιοκάραβο το Σχοινούσα....
Χαμογελώντας δειλά κι εγώ από τη συστολή μου που έβλεπα ιδίοις όμμασι έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα, για την καημένη την Αραβαντινού ελάχιστα έως καθόλου ήξερα τότε, του εξέφραση την συμπάθειά μου και προχωρώντας για το σπίτι του Νίκου τον ενημέρωσα πως είμαι η ανηψιά του. Δεν την περίμενα τέτοια χαρά και τέτοιον ενθουσιασμό. Τι αγκαλιές τι φιλιά, "Μα να μη μας πει ο Νίκος ότι έχει μια τόσο χαριτωμένη ανηψούλα εδώ, τι καλό παιδί, τι έτσι τι αλλιώς..."
Στις δυο εβδομάδες που έμεινε στου Νίκου το ζευγάρι, είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω καλύτερα και φυσικά από την αρχή το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε πάνω στον Ταχτσή για τον οποίο σημειωτέον είχα ακούσει μόνο, αλλά το τρίτο στεφάνι δεν είχα αξιωθεί ακόμα να το διαβάσω. Ντράπηκα πολύ όταν υποχρεώθηκα να του το ομολήσω αυτό, αλλά εκείνος δεν πειράχτηκε καθόλου, αντίθετα είπε,
"Μ' αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου" ανάθεμα κι αν κατάλαβα γιατί το είπε τότε, αλλά γρήγορα κατάλαβα, ένα δυο μέρες μετά, όταν έμαθαν από τα γύρω νησιά ότι βρίσκεται στην Πάρο οι θαυμαστές του και άρχισαν να συρρέουν στο σπίτι του Νίκου για να τον δουν. Έκπληξη μου προκάλεσε η διαπίστωση πως είχε ένα τόσο μεγάλο φαν κλαμπ. Ωστόσο δεν ήταν μόνο αυτός. Ήταν και η Αραβαντινού και ο ίδιος ο Νίκος που ενώ εγώ δεν ήξερα μέχρι πρόσφατα ούτε σαν θείο μου, οι φίλοι της τέχνης γνώριζαν και μάλιστα πολύ καλά.
Ζήτησα από το Νίκο να μου δώσει έντυπα που να λένε για τη δουλειά του, μου έδωσε βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει στις εκθέσεις του, με φωτογραφίες από τα έργα του, βιογραφικά, αναφορές στην τεχνοτροπία του, κριτικές κι ένα σωρό άλλα. Έτσι έμαθα κάτι περισσότερο για τον καλλιτέχνη Τζιώτη.
Τον οποίο καλλιτέχνη Τζιώτη είχα ερωτευτεί κρυφά, γιατί άλλο να ξέρεις κάποιον σαν θείο σου από την αρχή κι άλλο να σου παρουσιάζεται ένας θεός εκεί πέρα και να σου συστήνεται σαν τέτοιος. Και ζήλευα όταν τον έβλεπα να μιλάει σε άλλες ξαδέλφες του και ανηψιές του και άλλοτε του έκανα μούτρα άλλοτε του πέταγα τις κακιούλες μου κι όσο πιο πολύ δενόμουν μαζί του τόσο πιο διεκδικητική γινόμουν και τόσο πιο πολύ τον φρόντιζα για να αποδείξω ότι ήμουν εγώ η πιο άξια από τις συγγενείς του και να τις αφήσει να πάνε στο καλό, να μη τους δίνει τόση σημασία, να μη χαίρεται τόσο με την καθεμιά που ερχόταν και του έφερνε πίτες και σπεσιαλιτέ της κουζίνας της. Και να γελάει ο Ταχτσής μαζί μου και να με ψιλοδουλεύει, να μ' αγκαλιάζει και να με παρηγορεί κι άλλοτε να μου ανάβει τα λαμπάκια ειδοποιώντας με ότι έχει επίσκεψη ο Νίκος στην κουζίνα και να μπαίνω και να βλέπω τη Μαρία της Κατερινιώς και να λυσσάω που αυτή σκέφτηκε να του φέρει κάτι που δεν είχα σκεφτεί εγώ. Αλλά εγώ δεν ήμουν μαγείρισσα, δεν μπορούσα να φτιάξω τόσο ωραία πράγματα, ούτε καλλιτέχνης ήμουν για να μπορώ να μιλήσω για τους άλλους καλλιτέχνες, ήμουν η ανηψιούλα του Νίκου κι έπαιρνα μέρος της αγάπης προς το προσωπό του, ήμουν η καμία μπουχουχου.
Ένα βράδυ που ο Νίκος μου την είχε κοπανήσει κάπου έξω από το χωριό και πέτυχα τον Ταχτσή μόνο του στη βεράντα, η Αραβαντινού αναπαυόταν στο δωματιό της ή έψαχνε τα γυαλιά της που πάντα έχανε, εκείνος με προσκάλεσε να καθίσω μαζί του για να του κάνω παρέα και ένιωσα πως κάτι θέλει να μου πει.
Πήρα μια καρέκλα την έστησα δίπλα του τον κοίταξα με τις αγελαδίσιες ματάρες μου στα μάτια και περίμενα.
Γιατί δεν μιλάς; τι περιμένεις να σου πω εγώ; Με ρώτησε εκείνος.
-Να μου πείτε ότι θέλετε. Τι έχω εγώ να πω σε έναν ολόκληρο Ταχτσή;
Τι έχει να πει η Ελένη για τον εαυτό της; τον κόσμο της; τα ονειρά της; Έχεις όνειρα δεν είναι έτσι;
Δεν απάντησα.
-Σε ρώτησα κάτι θα μου απαντήσεις;
-Θέλω να σπουδάσω. Και θέλω κάποτε να...
-Να;
-Αφήστε τίποτα. Αυτό. Να σπουδάσω μόνο.
-Ξέρεις Ελένη, διάβασα το τετράδιο με τα ποιήματά σου που έχει ο Νίκος εδώ πέρα.
-Α! Αυτά είναι παλιά που το ξέθαψε; του το έχω δώσει εδώ και τρία χρόνια.
-Δικά σου είναι όμως δεν είναι;
-Ναι αλλά έχω αλλάξει αντιμετώπιση έκτοτε. Δεν γράφω πια έτσι.
-Κακώς. Εμένα με συγκίνησε η αθωότητα που διέγνωσα σ' αυτά τα γραπτά.
-Άλλο αυτό άλλο να σας άρεσαν αυτά σαν ποιήματα που ίσως και να μη στέκουν. Δύσκολο το βρίσκω να σας άρεσαν.
-Και ποια είσαι συ δεσποινίς Μπάλιου που θα μου πεις τι μου άρεσε και τι όχι; Αν με είχαν αφήσει αδιάφορο δεν θα σου έκανα καμιά αναφορά σε αυτά. Θα έρθεις να με βρεις τότε και μόνο τότε όμως, που αποφασίσεις να γράψεις μόνο με την καρδιά σου την αλήθεια σου χωρίς να κρύβεσαι πίσω από τις λέξεις. Χωρίς να τις χρησιμοποιείς για παραπέτασμα στο ξεσκεπασμά σου, χωρίς να ωραιοποιείς το δράμα σου. Γκεγκε; Ωμή την αλήθεια όπως μας τη πετάς στα μούτρα εδώ πέρα.
Έκτοτε, κάθε λέξη που στα μάτια μου επιχειρούσε να ωραιοποιήσει την ωμή μου αλήθεια, την πέταξα έξω από το λεξικό μου. Τόσες πολλές λέξεις πέταξα έξω από αυτό που κινδύνεψα να μείνω χωρίς λέξεις, αλλά τότε μου αποκαλύφθηκε κάτι μεγάλο. Όσο λιγότερα πράγματα έχει μέσα του ένα σπίτι, τόσο πιο επιβλητικό γίνεται και ιδίως εκείνα στα οποία θέλεις να ρίξει την προσοχή του ο επισκέπτης. Αυτό μου το δίδαξε ο Νίκος.
Μπορεί εγώ στο δικό μου εσωτερικό σπίτι να μην έχω ένα έκθεμα απείρου κάλλους, αλλά έχω ότι είμαι, ότι συνθέτει εμένα κι αυτό ακριβώς το πράγμα που με συνθέτει μου απαγορεύει να πειραματίζομαι με τον λόγο με τον τρόπο που το κάνουν αυτοί που ασχολούνται με την τέχνη του. Έχω επιλέξει να μείνω στην ουσία του και οι απλές καθημερινές λέξεις μου αποσκοπούν σε αυτό. Αυτά είναι πράγματα που θα αργούσα να πάρω χαμπάρι αν δεν είχα την τύχη να περιφέρομαι στους άδειους χώρους του Νίκου και ακούσω τη γνώμη ενός σημαντικού συγγραφέα που καταδέχτηκε ν' ασχοληθεί με τα γραπτά μου.
Δεν ξέρω κατά πόσο έχω ανταποκριθεί στο δικό του "ζητούμενο" σε σχέση με τα γραπτά μου. Όταν όμως διάβασα επιτέλους το τρίτο στεφάνι, ακριβώς 4 μέρες μετά το θανατό του, κατάλαβα επακριβώς τι μου έλεγε.
Μου έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά φεύγοντας από το νησί κι ένα τηλέφωνο με την απειλή πως αν δεν του τηλεφωνήσω όταν κι εγώ επιστρέψω, δεν θα θέλει να με ξαναδεί στα μάτια του.
Το υποσχέθηκα. Δεν κράτησα την υποσχεσή μου γιατί δεν πρόλαβα. Πρόλαβαν άλλοι να του πάρουν τη ζωή δυο μέρες αφότου έφυγε.
Με το Νίκο συνέχισα να κάνω παρέα μέχρι τη χρονιά που γνώρισα τον άντρα μου, γέννησα το παιδί μου και αυτός για κάποια χρόνια δεν ερχόταν στο νησί και δεν το είχε γνωρίσει.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
14 comments:
α ρε ελενη γαμωτο... να ξερες ποσο χαιρομαι καθε λεξη σου!
τρεχω τρεχω ολη μερα κι ολο περναω απο δω μπας και βρω να πιω καμια ιστορια σου σαν τον οδοιπορο που σημαδευει τις πηγες στο δρομο του για να ξερει που μπορει να ξεδιψασει...
καληνυχτα ρε
Αυτός ο ένας αναγνώστης εμένα μου φτάνει Νίκο μου. Είναι πολύ μεγάλη η χαρά να τα μοιράζεται κανείς αυτά με κάποιον που τα χαίρεται πραγματικά. Τότε λέω, δεν χάνω χωρίς λόγο την ώρα μου εδώ πέρα. Σ' ευχαριστώ πολύ καθώς και κάθε άλλο φίλο πιστό που επιμένει να μαζωχίζεται διαβαζοντάς με χαχα.
Φιλιά πολλά
ήμουν σίγουρη... πάλι με κατέλυσες!
και μη νομίζεις πως σε χάνω Λενιώ μου, τριγυρνώ συνέχεια στα ποδάρια σου, κι έχω εκείνη την εικόνα του γέλιου και της αγκαλιάς σου τόσο μα τόσο ζωντανή
και τούτες οι γραφές σου, κάνουν τα μάτια μου και τον νού μου ν' ανοίγει μάτια τεράστια! Να ευχαριστώ που σε γνώρησα!
φιλί και για την αυριανή σου ημέρα μια αγκαλιά γεμάτη λουλούδια!
XRONIA POLLA!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ!
φιλί μεγάλο φιλενάδα
Ευχαριστώ Νικ μου φιλιά, Λενιώ επίσης για χρόνια και φιλιά,σε περιμένω.
Χρόνια πολλά!!!
Μαζόχας αναγνώστης των γραπτών σας είναι και ο γράφων κυρία μου και ζηλεύω αν λέτε καλά λόγια για τους άλλους....
Πρεσβύωψ
Πρεσβυωπά μου, δες εδώ.."Σ' ευχαριστώ πολύ καθώς και κάθε άλλο φίλο πιστό που επιμένει να μαζωχίζεται διαβαζοντάς με χαχα". Δεν σ' έβγαλα απέξω, αλλά επειδή το σχόλιο ήταν απάντηση στο Νίκο και για να μην παρεξηγηθώ αναφέροντας ονόματα και ξεχνώντας άλλα, αναφέρθηκα σε φίλους αναγνώστες πιστούς. Κι εσύ είσαι πάντα μέσα σε αυτούς το ξέρεις.
Όταν ακολουθείς τις οδηγίες αυτών που έβλεπαν 'παραπέρα', είσαι δροσιά ψυχής... :-)
σεδιαβαζω κ εγω και επιδει γραφεις πολυ καλα μαλων πηρες απο μενα.
Κωστή δεν είχα δει ότι έγραψες κι εδώ. Λες νά ναι έτσι; :)
anonymous
axarouli?
Μαλιστα...
Λοιπόν, χαίρομαι που σε βρήκα Ελένη Μπαλιου.
Οι λέξεις αποτελούν το σπίτι της σκέψης μας και οι δικές σου με παραπέμπουν σε ενα νησιώτικο σπιτάκι χωρίς εκζήτηση, ψηλα σε εναν βραχο που κοιτάει το κύμα κι οχι κατω στη θαλασσα.
Οσο για τον Νίκο, είναι μέσα σου.
Θα τα λεμε.
:)
αχ nomad...
Τώρα μ' αυτή την υπόθεση του Νίκου Σεργιανόπουλου στριφογυρνάει συνέχεια, συνέχεια στη σκέψη μου ο Νίκος, και ο Ταχτσής, η χρονιά εκείνη που έμελλε να είναι το τελευταίο καλοκαίρι για τον δεύτερο, τι να πεις. Σ' ευχαριστώ για την επίσκεψη, εύχομαι να είμαι ικανή να διατηρώ αυτό το σπιτάκι στο βράχο, καθαρό και αμόλυντο.
Post a Comment