Tuesday, November 06, 2007

Βροχή

Εκεί στον ηλεκτρικό του Μοναστηρακίου, περνάει το νερό στην αποβάθρα και σκάει στο μάτι σου. Είναι καλό να βλέπεις τα πράγματα με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο θολό. Κυρίως όταν η μουσική υπόκρουση που σε βρίσκει θυμίζει δραματική σκηνή αυτοκτονίας από ερωτικό πάθος, Άννα Καρέννινα κλπ. Τι λέω η γυναίκα πρωί πρωί.
Είναι καλό όμως γιατί αυτό σ' εμποδίζει να δεις άλλα δράματα. Και στην είσοδο του ηλεκτρικού κάθεται ένα είδος γυναίκας που ρωτάει τον κάθε διερχόμενο, "Μπορώ να σας πω ένα λεπτό;" Ποτέ δεν την έχω ακούσει να ρωτάει τίποτε άλλο. Ποτέ δεν δίνει κανείς σημασία στην ερωτησή της κι αυτή η Χριστιανή δεν το αλλάζει το τροπάριο.
Εγώ κάθομαι στο παγκάκι τραβηγμένη πίσω περιμένοντας το τρένο και κλέβω από το σακουλάκι μου μπουκίτσες κουλουράκι καθότι ο βροχερός καιρός μου φέρνει πείνα. Έρχεται ένα γυφτοπιτσιρί και μου λέει. -Μου δίνεις μεζέ;
Τώρα τι μεζέ να δώσεις από το κουλουράκι, ευτυχώς και δεν το είχα ξεσκίσει ακόμα, μόλις μια μπουκίτσα είχα προλάβω να κόψω. Του προτείνω το σακούλι ολόκληρο, σκεπτόμενη ότι με απαλλάσει από τον πειρασμό να το φάω εκεί επι τόπου. Το πιτσιρί δεν έχει τέτοιους ενδοιασμούς και αφού βγάζει από τη σακούλα το φαγητό αρχίζει να το τρώει αδιαφορώντας για τους κανόνες και τους σεκιουριτάδες. Έρχεται ένας απ' αυτούς τρέχοντας και του φωνάζει. Βάλτο μέσα γρήγορα αυτό η θα βγεις έξω από το σταθμό. -Γιατί, τι έκανα; λέει το πιτσιρί. -Απαγορεύεται να τρως μέσα στο σταθμό. -Καλά θα το εξαφανίσω με μια μπουκιά. Άσε με ρε φίλε και πεινάω. -Έξω τώρα, βγες έξω. -Καλά το κρύβω.
Κάνει μια χραπ το πιτσιρίκι και το βάζει όλο στο στόμα του. -Ρε κερατά που το εξαφάνισες; του λέει ο σεκιουριτάς. Ο μικρός με το στόμα μπουκωμένο δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά τα μάτια του γέλαγαν, ολόκληρο το σώμα του γελούσε στέλνοντας ένα μήνυμα προκλητικό. "Σου την έσκασα μαλάκα". Ο σεκιουριτάς δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει εκεί και πήγε πάλι στη θέση που βρισκόταν πριν. Ο μικρός δεν άντεξε με τόσο φαγητό στο στόμα, κάνει μια έτσι και το φτύνει πάνω στις γραμμές. Του λέω, αφού είπες ότι πεινάς γιατί το φτύνεις; -Με άφησε ο μαλάκας να το φάω; πήγε να με πνίξει. -Γιατί δεν έβγαινες έξω να το φας; -Για να του μπω στο μάτι χαχαχαχα.
Ωραίος σκέφτηκα. Μαζί με μένα γέλασαν και πεντέξι άτομα πρωί πρωί, κι όσο οι άνθρωποι χαμογελούσαν κάνοντας χάζι τον μικρό, τόσο λύσσαγε η μουσική της απελπισίας, ανέβαινε σε μια κορύφωση που άρχισα να βλέπω τις γραμμές διπλές και ο μικρός κάνει μια κίνηση απελπισμένου εραστή βάζοντας τα χέρια στο στήθος και αναπαριστώντας τον συχωρεμένο τον Παβαρότι. Οι άνθρωποι γέλασαν για δεύτερη φορά, όχι γιατί ήξεραν στα σίγουρα πως κάνει τον Παβαρότι, αμφιβάλω αν και ο ίδιος ήξερε ποιον κάνει, αλλά γιατί ήταν τόσο πειστικός ο τρόπος που το έκανε, και τόσο ζωντανή η μνήμη που του είχε καρφωθεί στο μυαλό από τη σκηνή.
-Ποια σκηνή; (μου λέει). Δεν έχω δει καμιά σκηνή.
-Ε πως το έκανες; έτσι από το μυαλό σου;
-Ε ναι, αφού αυτή η μούζικα είναι τέτοια, απ' αυτές.
-Κι εσύ που τις ξέρεις τις απ' αυτές;
-Χα. Εγώ δεν ξέρω;
Το βούλωσα τι να πω πια. Καθόμουν εκεί και περίμενα να σταματήσει το τρένο κοιτάζοντας να δω αν ο μικρός θα μπει μέσα στο τρένο. Μόλις πήγε όμως να πηδήξει μέσα τον σταμάτησε πάλι ο σεκιουριτάς. -Που είναι η μάνα σου, δεν συνοδεύεσαι; -Γιατί με είδες να τρώω το κουλούρι μου με συνοδεία; -Φύγε ρε μούτρο από δω, απαγορεύεται να μπεις μέσα μόνος σου.
Κι απαγορεύεται να είσαι κι εδώ μόνος σου. -Κοίτα ρε τι θυμήθηκε ο άνθρωπος....
Μου κάνει ένα γεια ο μικρός και γυρίζει την πλάτη του υπακούοντας τελικά, για να βγει έξω από το σταθμό. Ήμουν σίγουρη πως θα του ξεφύγει την τελευταία στιγμή και θα πηδήξει μέσα στο τρένο, αλλά δεν το τόλμησε. Δεν πειράζει, ίσως του πάρει κανα δυο χρόνια ακόμα για να το μάθει κι αυτό. Εδώ μια ολόκληρη ζωή οι μεγάλοι δεν έχουν μάθει μια ελάχιστη κίνηση αντίδρασης να κάνουν, εδώ που τα λέμε.
Επόμενη στάση, Θησείο.
Βγαίνω από το βαγόνι με την καινούργια μουσική να με κυνηγά. Αναρωτιέμαι ποιος είναι ο dj του σταθμού που βάλθηκε ντε και καλά να περάσει την κακή του διάθεση σε όλο τον εργαζόμενο κόσμο του ηλεκτρικού. Χοντρές ψιχάλες μου χτυπούν το κεφάλι και ακούγεται ένας θόρυβος σαν να σκάνε επάνω σε έναν άδειο τενεκέ. Ένας άδειος τενεκές χωρίς σκέψεις, με την εικόνα ενός πιτσιρικά μπουκωμένου ζωντανή ακόμα μέσα του, με τον ήχο μιας απελπισίας να ψάχνει τις ρωγμές του, με την ασύνειδη προσαρμογή στην όψη των πραγμάτων, με την ασύνειδη αποδοχή του κενού του.
Δεν είναι ότι πιο χειρότερο μπορεί να σου τύχει....έπειτα, όταν η βροχή δυναμώνει πολύ, καταργεί τις άλλες μουσικές. Μπορείς τότε να κυκλοφορήσεις άφοβα έξω.

No comments: