Friday, May 30, 2008

Οι πρίμουλες της Άννας



Δεν είναι μια φορά, ούτε δυο ούτε τρεις. Στην πόλη που ζω δεν ευδοκιμούν τα γεράνια. Μόλις ξεπροβάλλουν τα κεφαλάκια τους έτοιμα ν’ ανθίσουν, έρχεται ένας χιονιάς και τα καίει. Η αυλή μου είναι γεμάτη από γλάστρες με ξερά λουλούδια, ακόμα και οι κάκτοι έχουν μαραθεί.
Μα είναι ένα φυτό που στέκεται ανάμεσα στα άλλα πράσινο πράσινο και κορδωμένο. Δεν ήξερα πως το λένε. Μία γιαγιά που πέρασε απέξω κάποτε, μου είπε πως το φυτό αυτό έχει μεγάλη ιστορία. Το έφερε μαζί της μια οικογένεια προσφύγων από την Μικρά Ασία μέσα σε μια γλάστρα και έλεγαν πως το ονομά του είναι Πρίμουλα. Έχω δει σε περιοχές της Ελλάδας πολλά τέτοια φυτά με διάφορα χρώματα, ετούτη εδώ είναι δίχρωμη. Έχει βυσσινί τα μισά της άνθη και γαλάζια τα άλλα μισά.
Το φυτό το βρήκα φυτεμένο στο μικρό παρτέρι της παράνομης αυλής, αφότου ήρθα να κατοικήσω σε αυτό το σπίτι. Δεν το πείραξα, αν και τα φύλλα του μου θύμιζαν αγριόχορτο που έπρεπε να ξεριζωθεί. Και κει προς τα μέσα του Δεκέμβρη, το είδα να ανθίζει.
Ακόμα και τότε όμως, δεν το εκτίμησα όσο του ταίριαζε, παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό μου να φυτέψω πολλά λουλούδια, να φτιάξω μια ονειρεμένη γωνία με τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, κρίνους, γεράνια που είναι τα αγαπημένα μου και να καλύπτονται όλα αυτά από τα άνθη μιας βουκαμβίλιας. Όσο κι αν το προσπάθησα όμως, τίποτα δεν κατάφερα. Και τότε, μέσα σε κείνη τη μεγάλη αποτυχία, ξεπρόβαλλαν για πρώτη φορά τα άνθη της Πρίμουλας.

Κάτω από τα μάτια μου, ένα προκλητικό γαλάζιο άρχισε να λικνίζεται στον αέρα, πήγαινε κι ερχόταν σκορπίζοντας στις διαδρομές του μνήμες από αλλοτινές εποχές, εικόνες και συμβάντα που εγώ ήμουν ανίκανη να μεταφράσω.
Αποφάσισα να γεμίσω όλη την αυλή μου με αυτές. Ξερίζωσα τις μαραμένες προσπάθειες και στη θέση τους φύτεψα μασχάλες από το λουλούδι, το οποίο ήλπιζα, να καταλάβει όλη την αυλή με τα δυο υπέροχα χρωματά του. Όταν τέλειωσα τη δουλειά αυτή, έφτιαξα έναν καφέ και βγήκα να τον απολαύσω στο τραπέζι της αυλής. Το τραπέζι μου αποτελείται από μια παλιά πλάκα λευκού μαρμάρου που βρήκα πεταμένη μετά την κατεδάφιση ενός γειτονικού προσφυγικού και μια βάση από σίδερο που έφτιαξα μόνη μου. Όταν δεν βρέχει, τις περισσότερες ώρες της μέρας μου τις βγάζω σε αυτό, ακόμα και το χειμώνα. Έχω την ευκαιρία να εργάζομαι πάνω του ακούγοντας τους παλμούς του δρόμου και τους ανθρώπους στις καθημερινές τους ασχολίες. Συχνά πυκνά σταματάει το φορτηγάκι του ο ψαράς μπροστά στην αυλή και καθώς περιμένει να πουλήσει τα ψάρια του, πιάνω μαζί του το κουβεντολόι.
Μια μέρα, ο ψαράς με ρώτησε. «Την ξέρεις την ιστορία αυτού εδώ του λουλουδιού;
Του είπα πως ξέρω ότι το έφερε μια οικογένεια προσφύγων και τίποτα περισσότερο».
-Άκου λοιπόν τι ξέρω εγώ για το σπίτι σου.
Η οικογένεια που έμενε εδώ, απέκτησε κάποτε περιουσία, αλλά το σπίτι δεν το άφησε για να πάει σε άλλο, καλύτερο. Αντίθετα ο άντρας, ήταν μερακλής και κάθε τόσο το έβαφε, το ανακαίνιζε και κλάδευε την πρίμουλα. Της είχε μεγάλη αδυναμία.
Βλέπεις μετά τον πόλεμο του σαράντα, ο γιος του είχε προσχωρήσει στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και ζούσε με τους άλλους αντάρτες πάνω στα βουνά. Κάθε φορά που κρυφά επισκεπτόταν την οικογενειά του, έκοβε ένα κλαδί με δυο τρια λουλούδια από την πρίμουλα και το έπαιρνε μαζί του φεύγοντας. Έβαζε το ένα λουλούδι στο αυτί του και τα άλλα στην τσέπη του. Είχε μια κοπελιά πάνω στο βουνό που τον περίμενε να γυρίσει και κάθε φορά, της έδινε ένα τέτοιο ανθάκι.
Μετά τη συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα, όπου ο ΕΛΑΣ κατάθεσε τα όπλα του και οι άντρες του κυνηγήθηκαν ως τα σύνορα, πολύς ήταν ο κόσμος, ο περισσότερος, που δεν πρόλαβε να περάσει σε γειτονική χώρα. Όπου τους έβρισκαν τους θέριζαν επιτόπου. Ο Μάρκος, μοναχοπαίδι του μερακλή νοικοκύρη εδώ, δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Την τελευταία φορά που έφυγε με το λουλούδι στην τσέπη του, είχε φιλήσει τους γονείς του, με τα λόγια «καλή αντάμωση» μα ήξεραν και οι δυο πλευρές, πως αυτό ήταν το αντίο τους.
Πέρασαν μήνες. Οι επαναστάτες είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, όσοι γλύτωσαν από το κυνηγητό και μερικοί μπόρεσαν να πείσουν τις αρχές, ότι καμιά σχέση δεν είχαν με το αντάρτικο. Ο Μάρκος όμως πουθενά. Οι γονείς το είχαν πάρει απόφαση ότι το παιδί τους κάπου είχε σκοτωθεί, αλλά δεν έπαψαν να το ψάχνουν έστω και πεθαμένο, για να το θρηνήσουν ανοιχτά, να πάρουν την ικανοποίηση πως ο νεκρός τους είχε τουλάχιστον μια σωστή κηδεία, αντί να τους στοιχειώνει η σκέψη της επιστροφής του. Όπου κι αν έψαξαν όμως, όσο κι αν έψαξαν, δεν βρέθηκε ίχνος του.
Μια μέρα ξαφνικά, έκανε την εμφανισή της στο σπίτι αυτό μια κοπέλα που η οικογένεια δεν είχε ξαναδεί. Τους είπε ότι την έλεγαν Άννα, πως ήταν η κοπέλα του Μάρκου κι αυτοί αφού την αγκάλιασαν σαν παιδί τους την άκουσαν να τους λέει και το λόγο της επισκεψής της.
Πάνω στην κορφή του Υμηττού, είχε φυτρώσει μία μοναδική πρίμουλα, δίχρωμη, με βυσσινιά και γαλάζια άνθη. Αυτό δεν το θεωρούσε καθόλου τυχαίο και οι γονείς που το άκουσαν, αναθάρρησαν. Πήγαν λοιπόν περπατώντας μέχρι το σημείο που η Άννα είδε το λουλούδι κι ο πατέρας του Μάρκου έσκαψε προσεχτικά, μέχρι που το φτυάρι του χτύπησε πάνω σε μια μπότα. Αποκαλύφθηκε το σώμα του Μάρκου, με όλη τη φρίκη που φέρνει στους ζωντανούς η διαδικασία του θανάτου και η αποσύνθεση και αφού μάζεψαν όλο το κουράγιο τους οι αγαπημένοι του, άρχισαν να προσέχουν τις λεπτομέρειες. Ο Μάρκος είχε γαζωθεί από ένα αυτόματο, χιαστί, θα πρέπει να πέθανε μετά από δευτερόλεπτα, είχε ωστόσο προλάβει να βγάλει από την τσέπη του την πρίμουλα, που την κρατούσαν τώρα τα σκελετωμένα χέρια του πάνω στο στήθος κι έτσι τον έθαψαν οι εκτελεστές. Οι θανατώσεις είχαν απαγορευτεί και αυτή ήταν μια ενέργεια άνανδρη και παράνομη, που ζεστά καθώς ήταν ακόμα τα γεγονότα, μπορούσε να ξεσηκώσει μεγάλες αντιδράσεις.
Η πρίμουλα έβγαλε κλωνάρια στα χέρια του, φύτρωσε και πέρασε πάνω από τη γη και τη γέμισε με τα δίχρωμα λουλουδάκια. Πήραν το Μάρκο και τον κατέβασαν στο νεκροταφείο της Καισαριανής προσέχοντας να μην καταστρέψουν το φυτό κι έκτοτε αυτό παραμένει πάνω εκεί και πολλαπλασιάζεται, να πας κάποια μέρα να το δεις.
Η οικογένεια της Άννας είχε ξεκληριστεί, έτσι την πήραν οι γονείς του Μάρκου στο σπίτι τους ψυχοκόρη. Την ενθάρρυναν πολλές φορές να παντρευτεί, να φτιάξει κι αυτή τη ζωή της, αλλά δεν είχε καιρό για γάμους αυτή. Σε μικρό από τότε διάστημα την βρήκε η ασφάλεια και ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της από φυλακή σε φυλακή. Όταν κάποτε αφέθηκε ελεύθερη μαζί με όσους κατάφεραν να επιζήσουν από τους κατατρεγμούς, γύρισε στο σπίτι αυτό και έζησε εδώ μέχρι τα γεράματα.
Φρόντιζε την πρίμουλα μέχρι την τελευταία της μέρα, όπου τη βρήκαν πεθαμένη σ΄ αυτό το πρώτο δωμάτιο και θάφτηκε με έξοδα του δήμου. Ήταν ηρωίδα για τους κατοίκους εδώ η Άννα και όποιος περνούσε από την αυλή, της υποκλινόταν με σεβασμό. Μετά βρέθηκε ένας μακρινός ανηψιός που κληρονόμησε το σπίτι και του έβαλε αμέσως το πωλητήριο. Από αυτόν το αγόρασες εσύ. Και τώρα σε βλέπω να φροντίζεις τα λουλουδάκια αυτά και συγκινούμαι. Πολύ συγκινούμαι όσο τα βλέπω να μεγαλώνουν και ν΄απλώνονται ξανά. Να σ’ έχει ο θεός καλά κορίτσι μου, που δεν αφήνεις την ιστορία μας να ξεχαστεί, ακόμα και εν αγνοία σου».
Είπε ο ψαράς και πέταξε στη γάτα μου τρεις αθερίνες.
Η δουλειά με το μαρμάρινο τραπέζι μου δεν ήταν τόσο καλή, η σιδερένια βάση κουνούσε και δεν είχα τρόπο να το μετακινήσω για να τη φτιάξω καλύτερη. Όταν έφερα το μάρμαρο με είχαν βοηθήσει δυο γείτονες που με είδαν να το τραβολογώ και αυτοί το έβαλαν πάνω στη βάση που είχα ετοιμάσει. Τώρα ο μπαρμπα Στέλιος ο ψαράς, το σήκωσε μόνος του και χτύπησε με ένα σφυρί το σιδερένιο πλαίσιο. Ύστερα έβαλε πάλι τα γραπτά μου πάνω στο τραπέζι και τους έριξε μια περίεργη ματιά.
«Είσαι γραμματιζούμενη; Θα έχεις ακούσει και διαβάσει πολλές ιστορίες. Πιστεύεις ότι αξίζει αυτή που άκουσες για να τη γράψεις; Να μη χαθεί βρε παιδί μου και η μνήμη μαζί μας»
Του είπα πως και αξίζει και θα το κάνω. Αλλά καθόλου σίγουρη δεν είμαι για το τι θα κάνουν οι άνθρωποι στο μέλλον με αυτή τη μνήμη, ούτε και με τις αγαπημένες μου πρίμουλες. Η κόρη μου, έχει από τώρα λυσσάξει να τις ξεριζώσει. Είναι λέει, άκουσον, ένα φυτό παλιομοδίτικο.
Στην πίσω μεριά του σπιτιού υπάρχει μια δεύτερη αυλή με μια χαμηλοτάβανη μισογκρεμισμένη αποθήκη στην οποία δυσκολευόμουν από την αρχή να μπω, επειδή η παλιά ξύλινη πόρτα της έβρισκε αφενός στο πάτωμα και αφετέρου πίσω της, ήταν στριμωγμένα πάρα πολλά πράγματα, αφημένα εκεί από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Δεν ήξερα καν αν επρόκειτο για σαβούρα που έπρεπε να πεταχτεί, μόνο από ένα θολό τζάμι μπορούσα να δω το χάος που επικρατούσε μέσα εκεί. Κάποια μέρα πήρα τη μεγάλη απόφαση να ανοίξω πάση θυσία την πόρτα και να κάνω επέλαση.
Μαύρισα την πλάτη μου από το σπρώξιμο αλλά αυτή αντιστεκόταν σθεναρά λες και υπήρχαν χέρια από πίσω που την έσπρωχναν κόντρα στην δική μου προσπάθεια. Οι άντρες όταν τους χρειάζεσαι σπάνια είναι εκεί, ο ψαράς είχε να εμφανιστεί πολλές μέρες, ο άντρας μου την είχε κοπανήσει για το νησί και οι γειτόνισσες με κοίταζαν με μισό μάτι καθότι πολλές θεωρούν μια γυναίκα που δεν ζει μόνιμα με τον άντρα της, ύποπτη κι επικίνδυνη απειλή για την δική τους οικογένεια. Αυτό που λέω είναι εξακριβωμένο, ένα σωρό φίλες είχα στη διάρκεια του ομαλού βίου μου με τον άντρα μου, ερχόντουσαν μου χτύπαγαν την πόρτα κι εγώ έφτιαχνα καφέ και καθόμουν να ακούσω τα προβληματά τους ψάχνοντας τα λόγια της παρηγοριάς για τις θλιβερές καταστάσεις που μου περιέγραφαν για τις δικές τους οικογενειακές σχέσεις.
Επειδή εγώ δεν έκανα τα εν οίκω εν δήμω, από ελάχιστα έως καθόλου γνώριζαν για μένα και γι’ αυτό η ανακοίνωση της διάστασης με τον άντρα μου, τους ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Σταθερό και συγκρίσιμο σημείο αναφοράς δεν υπήρχε πια ώστε να καταφεύγουν για συμπαράσταση στην καλότυχη φίλη τους ενώ σύντομα άρχισαν να κουμπώνονται και να αραιώνουν στο φόβο μην τους φάω τον άντρα.
Δεν έχω άλλη εξήγηση. Γι’ αυτό και πολύ είχα μουλαρώσει, έκανα την περηφάνια μου σημαία και δεν ζήταγα ποτέ βοήθεια από κανέναν.
«-Που θα μου πας χάρβαλο, θ’ ανοίξεις θέλεις δεν θέλεις». Είπα λαχανιασμένη σε μια τελευταία προσπάθεια, μέσα στην οποία έβαλα όση δύναμη μου είχε απομείνει και η πόρτα άνοιξε.
Ένας αποπνικτικός αέρας με χτύπησε αμέσως και μ’ έπιασε βήχας. Βγήκα στα γρήγορα να αναπνεύσω, μπήκα στο σπίτι πήρα ένα μαντίλι το έδεσα στη μύτη μου και ξαναμπήκα στην αποθήκη. Άρχισα να πετάω στην αυλή ότι έβρισκα μπροστά μου, καρέκλες, σπασμένα συρτάρια, ξύλα από κρεβάτια, κούτες με βιβλία και πράγματα, λεκάνες με γυαλικά, παλιά μουχλιασμένα χαλιά κι ότι μπορεί να βάλει ο νους σου.
Μια βαλίτσα με ασπρόμαυρο καρό ήταν στο βάθος της αποθήκης κάτω από ένα τραπέζι και την έβγαλα τελευταία. Προσπάθησα να την ανοίξω γιατί ήταν βαριά και ήθελα να δω τι περιέχει, αλλά είχε σκουριάσει το κούμπωμα και έφερα από το σπίτι μέσα ένα ψαλίδι. Σκάλισα λίγο τα κουμπώματα και η βαλίτσα άνοιξε. Βρήκα μέσα ένα βιβλίο γραμμένο από τον Μπάμπη Κλάρα που είχε για τίτλο «Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη» στην πρώτη του έκδοση. Χαρτιά πολλά, αποκόμματα εφημερίδων από το 1955, ατζέντες με ονόματα, προσωπικές σημειώσεις και στον πάτο, ένα σπιράλ τετράδιο με κίτρινες ρίγες. Κάθισα σε μια καρέκλα κι άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ανατρίχιασα όταν διαπίστωσα πως επρόκειτο για ένα προσωπικό ημερολόγιο. Γύρισα ανυπόμονη τις σελίδες του μην ξέροντας σε ποια να σταματήσω και τα μάτια μου έπεσαν σε μια φράση που με κράτησε.
«Θα έρθει μια μέρα που ακόμα και οι τρύπες από τα όπλα στους τοίχους της Καισαριανής δεν θα σημαίνουν τίποτα για τις νεότερες γενιές. Θα έρθει μια μέρα που και η ίδια η Καισαριανή δεν θα είναι παρά ένα ασήμαντο πέρασμα για το κέντρο, μια ασφυκτική γεμάτη πολυκατοικίες μικροαστών γειτονιά που θα συναγωνίζεται την Κυψέλη. Και τότε αγάπη μου η φωνή σου θα σβήσει. Τότε θα έρθω να σου κάνω παρέα μ’ ένα μπουκέτο πρίμουλες στα χέρια»
Τα δικά μου χέρια άρχισαν να τρέμουν. Ξέχασα τι ήθελα να κάνω με τα αραδιασμένα πράγματα στην αυλή. Έσφιξα το τετράδιο στο στήθος μου και μπήκα μέσα στο σπίτι. Κάθισα και το διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος για να διαπιστώσω πως η συγγραφέας του είχε μεγάλη ευχέρεια στη διατύπωση της σκέψης της μα πάνω απ’ όλα, μιαν έντονη μελαγχολία που εκφραζόταν άλλοτε μέσα από κάποιο ποίημα κι άλλοτε μέσα από λόγια πικρά και προφητικά ενώ η ουσία του λόγου της γενικότερα, με συγκλόνιζε. «Υπήρχαν οι εχθροί της ελευθερίας κι απέναντι εμείς. Μα ελευθερία ντύθηκαν κι αυτοί που εκτέλεσαν το οραμά μας. Αύριο θα πείσουν τα παιδιά μας πως για τη δυσχερή θέση τους, φταίνε οι δικές μας αξιώσεις. Και θα τα ρίξουν στο κυνήγι ενός ανύπαρκτου θησαυρού όταν τα δικά τους, ανιστόρητα θα χαίρονται καμαρώνοντας για την τάξη τους, ξεκοκαλίζοντας τις περιουσίες που οι γονείς τους έκλεψαν. Τα βλέπω ήδη που παρκάρουν τ’ αμάξια τους για να πάνε στο Χάραμα. Η σχέση τους με την ιστορία αρχίζει και τελειώνει στην είσοδο ενός νυχτερινού κέντρου. Και στην ηρωική μας πλατεία καταφθάνουν από την Κηφισιά οι λεφτάδες για να φάνε στα ψαράδικα που η μυρωδιά τους σκέπασε την ιστορία μας. Λυπόμουν τόσα χρόνια που δεν καταφέραμε να κάνουμε κι εμείς οκογένεια. Μα τώρα δεν λυπάμαι πια. Δεν λυπάμαι.»
Με ανάμικτα συναισθήματα φύλαξα το τετράδιο ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου. Κοίταξα τη Βάσια που πέρναγε τρέχοντας έξω από το παράθυρο παίζοντας κυνηγητό με τους φίλους της. Σκέφτηκα πως θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να μη μείνει ανιστόρητο το δικό μου παιδί. Αλλά η Άννα είχε δίκιο. Δεν είναι και τόσο στο χέρι μου. Η Βάσια επιδιώκει μια τέλεια εμφάνιση Βλεφαρίζοντας κρυφά το μόντελινγκ. Και δεν φαίνεται τα λόγια μου και οι προσπαθειές μου να έχουν πιάσει τόπο στο παραμικρό. «Και θα τα ρίξουν στο κυνήγι ενός ανύπαρκτου θησαυρού όταν τα δικά τους….»
Μιας και Θεός δεν υπάρχει για να μας φυλάξει, σκέπτομαι τώρα μήπως είναι καιρός να πιστέψουμε στη δική μας θεότητα. Τι άλλο μπορεί να μας σώσει; Οι τέως φίλες που μέχρι πριν από λίγα χρόνια έβρισκαν καταφύγιο στη ζεστασιά του προσφυγικού μου, έχουν μεταφερθεί σε ψηλά διαμερίσματα κι από κει, από το μπαλκόνι τους, τινάζουν πάνω στο κεφάλι μου τις ζωές των γονιών τους και τις μνήμες τους. Ωστόσο τόσο τα δικά τους τα παιδιά όσο και το δικό μου, άρχισαν να επιδίδονται στο κυνήγι του ανύπαρκτου θησαυρού κι αυτό προς το παρόν είναι το μόνο σημείο που φαίνεται να μας ενώνει.

5 comments:

Anonymous said...

Πολύ καλό!!! Ομως αν η απογοήτευση που βγάζεις στο τέλος για τη γενιά που έρχεται, είναι αληθινή και όχι για τις ανάγκες της ιστορίας, τότε Λενιώ μου πλανάσαι πλάνην οικτράν.
Οι νέοι είναι δικά μας παιδιά και πολύ καλύτεροι απο εμάς. Ευτυχώς!!!
Καλό μήνα

Πρεσβύωψ

Nyktipolos said...

θα ηθελα να συμμεριστω την αισιοδοξια του πρεσβυωπα αλλα δεν... σιγουρα θα βρουν το δρομο τους και θα φτιαξουν τη δικη τους μικρη/μεγαλη ιστορια, αλλα η αλλη ιστορια εχει ηδη ξεχαστει κι οι πριμουλες εχουν ηδη ξεριζωθει.

πολυ ωραια ιστορια και ξερεις ποσο κεντρο επιασε μια και η σκεψη μου ειναι διαρκως εκει σε εκεινον τον απιστευτο κλαρα!

καλο μηνα ελενη

herinna/ said...

Η αλήθεια είναι ανάμεσα στις δυο απόψεις. Σίγουρα οι πρίμουλες έχουν ξεριζωθεί και σίγουρα τα παιδιά μας θα φτιάξουν τη δική τους ιστορία. Ωστόσο ένα κατακάθι πίκρας σε μας τους κάπως παλιότερους υπάρχει. Ακόμα ακόμα και για τις ίδιες μας τις ευθύνες απέναντι σε αυτά τα παιδιά. Γιατί κακά τα ψέματα πρεσβυωπά μου. Έχουμε ευθύνη. Όταν με βλέπετε καπάκι πάνω από μια ιστορία μου να ρίχνω κάτι άλλο, πάει να πει πως κάπου κρυφά μου έχω μετανιώσει που δημοσίευσα το προηγούμενο. Ίσως γιατί μερικές φορές βγάζω αυτόν τον παρωχημένο και ανεδαφικό ρομαντισμό ποιος ξέρει...Σας φιλώ και τους δύο.

Στρατος "exoaptonkyklo" Ραπτοπουλος said...

Οχι μονο μην μετανιωνεις αλλα σε παρακαλω βγαλε μας κι αλλο απο αυτον τον εαυτο που εχεις.Ειναι πολυτιμος για μας που σε διαβαζουμε.Αν εβγαζαν ολοι τετοιους παρωχημενους και ανεδαφικους ρομαντισμους θα ζουσαμε σιγουρα σ ενα καλυτερο κοσμο.Χαιρομαι ιδιαιτερα που γνωρισα το μπλογκ σου.Ελπιζω να γνωρισω κι εσενα καλυτερα.Θα τα λεμε συχνα.Να σαι καλα.

Anonymous said...
This comment has been removed by a blog administrator.