Monday, October 15, 2007

Πάρτι για πουρά

Με πήρε στο τηλέφωνο ενώ έφτιαχνα τον καφέ μου μετά τη μεσημεριανή ανάπαυλα. Έχω την παρουσία του πάντα για καλό οιωνό, δεδομένου ότι στα δύσκολα δεν εμφανιζόταν ποτέ, ίσως από ένστικτο, αλλά αμέσως μετά από αυτά για να μου μεταφέρει μια χαρούμενη κατάσταση. Αυτό γίνεται τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτό έγινε και προχτές το βράδυ.
θα έχουμε μια μάζωξη, λέει, από δυο τρεις παλιούς φίλους και είσαι μέσα. Κοίτα να έρθεις. Φέρε και το παιδί.
Το παιδί, δεν πολυγουστάρει πια αυτές τις μαζώξεις, προτιμάει να συναντά τους δικούς της φίλους, τον Άκη όμως τον λατρεύει και το μόνιμο παραπονό της μαζί του είναι πως δεν έχει χρόνο να της δώσει σημασία, όταν είναι πολλοί οι καλεσμένοι του.
-Δεν γουστάρει ρε, δεν της δίνεις λέει σημασία.
-Θα είμαστε λίγοι πέστης. Θα με έχει όλο δικό της.
Το μεταφέρω. Οκ τότε, έρχομαι λέει η σνομπάκιας, χλευάστρια των πουροφρικιών. "Ρε μαμά, ωραία η μουσική αυτή, αλλά είναι κάτι καραφλοί και χοροπηδάνε σαν τους συμμαθητές μου, σα βλαμμένα κάνουν και βγάζουν και κραυγές ολόκληροι άνθρωποι..."
Ναι. Ξέρεις, αυτοί στην πραγματικόητα δεν θέλανε να μεγαλώσουν Βάσια μου και πολλοί από αυτούς δεν έκαναν και παιδιά, οικογένεια, έτσι έχουν παραμείνει οι ίδιοι παιδιά. Μην τους παρεξηγείς όμως, είναι πολύ έξυπνα άτομα, αν αποκτήσεις λίγο θάρρος μαζί τους, θα δεις ότι έχεις και κοινά ενδιαφέροντα.
-Εγώ μ' αυτούς; τι λες ρε μάνα; λάλησες;
-Δεν ξέρω παιδάκι μου, μπορεί. Εγώ νομίζω πως θα τους βρεις πολύ του γούστου σου αν κάνεις μια προσπάθεια να μείνεις λίγο μαζί μας και δεν πας να παίξεις το γκέιμ μπόι σου.
-Καλά. Τους δίνω πέντε λεπτά. Μόλις.
Έτσι μ' αυτό το άγχος πια, ξεκινήσαμε να πάμε, ευτυχώς ο ένας την είχε του χεριού του, έμενε να την κερδίσουν οι άλλοι τρεις.
Μπαίνοντας στο σπίτι μετά τα φιλιά, βρίσκω ευκαιρία και του ρίχνω το σύρμα. Πέντε λεπτά μάγκες, τόσα σας έδωσε πριν σας βαρεθεί. Βάλτε τα δυνατά σας.
-Και που λες Βάσια, για πες, σου αρέσει η μουσική;
-Ναι
-Τι μουσική ακούς;
Δολοφονικό βλέμμα σε μένα. (Τι τους είπες; με την ανάκριση θα με κρατήσουν εδώ; -Κάνε υπομονή παιδάκι μου, μπααα!)
-Ακούω Αναστάζια, τους γκόουινγκ θρου, τους σαν ράιζ άβενιου, δεν θα τους ξέρετε εσείς, ακούτε μόνο παλιά.
-Εμείς ακούμε μόνο παλιά ρε;"
Πλακώνονται όλοι μαζί να τραγουδάνε τους αγαπημένους της βάσιας, πέφτει κάτω από τα γέλια αυτή, κάτι μεγαλοκόριτσα σαν εμένα που δεν ξέραμε τα λόγια, κάναμε να να νάι και μμμ μμ, σκάει στα γέλια η βάσια, έλα μαμά, πέστο πως το λένε;
Α για να σου πω κυρά μου! Τόσον καιρό που με εγκρίνεις σαν μαμά σου τραγουδώ κανέναν από αυτούς; κάνε μου τη χάρη πλιζ! Εδώ στήθηκε ολόκληρη μπάντα για χάρη σου.
Και ο Ά.... να ξέρεις παίζει ένα όργανο που το λένε σιτάρ που ζήτημα αν το παίζουν τέσσερα άτομα στην Ελλάδα, και ο Άκης κάνει τις πιο καταπληκτικές τετρακάναλες εγγραφές κι αν θέλεις κάτι πας σ' αυτόν και η Κατερίνα που υπήρξε και χορεύτρια παίζει μπόγκος, ακόμα κι εγώ η ασχετίλα ένα κιθαρόνι το έχω πάντα μαζί μου όπου πηγαίνω, θέλεις να τα βγάλουμε τώρα εδώ πέρα να σου κάνουμε μια συναυλία; Άντε από κει που θα μας πεις εμάς βαρετούς.
-Όχι ρε παιδιά δεν εννοούσα ότι είστε βαρετοί άνθρωποι. Εννοούσα πως συζητάτε μεταξύ σας βαρετά θέματα. Ούτε τα καταλαβαίνω αλλά ούτε και με νοιάζει να τα καταλάβω.
-Φέαρ. Το παιδί έχει δίκιο. Όποτε έρχεται εδώ αρχίζουμε τις μαλακίες με τους παλιούς, τι απέγινε ο ένας και τι ο άλλος, άσε που μπορεί να πετάξει αυτός εδώ ο κουλτουροχτυπημένος καμιά απ' αυτές τις -ισμος που χρησιμοποιεί και έτσι και μπει μέσα σε τέτοια άντε ξεκόλλα τον.
-Ο Άκης είναι αυτός. Φωνάζει πανηγυρίζοντας η βάσια.
-Εγώ ρε; Με έχεις ακούσει εμένα ποτέ να σου λέω άγνωστη λέξη; Σου είναι άγνωστη δηλαδή η λέξη γκομενάρα που σου λέω όποτε σε βλέπω; για να δω...ψήλωσες πάλι;
-Ωραίες λέξεις του μαθαίνεις του παιδιού. Δεν το αφήνουμε να πάει μέσα λέω εγώ;
-Μπα; μας έβαλες πρώτα στο λούκι και τώρα μέσα; Σιγά μη του τις μάθαμε εμείς. Ε ρε ύπνε!
-Ναι σιγά μη δεν ξέρω. Αφού προχτές μου είπε πως της λέω μαλακίες. Μεσ' στα μούτρα μου της πετάει.
-Καλά σου κάνει. Για να μάθεις να της μαθαίνεις παπαριές. Εσύ μια ζωή έκανες αγώνα να ξεχάσεις τις παπαριές και να γίνεις ένας νορμάλ άνθρωπος. Και τώρα τις ξαναθυμήθηκες; Μπας και σου βγει μαγκάκι; Και τι έγινε; Την προτιμάς χόρτο σαν την μάννα της;
-Όχι
-Ε τότε βουλωσέ το κι άσε το παιδί να εκφραστεί.
-Α τι ωραίοι που είστε εδώ, σας είχα παρεξηγήσει. Λέει και η Ισκαριώταινα.
-Σ' αρέσει ε; Να πούμε κι άλλα;
-Κι άλλα κι άλλα, αλλά όχι σε μένα, στη μαμά που με έχει πρήξει να μου λέει πως πρέπει να είμαι ευγενική και να μιλώ όμορφα.
-Ε κοίτα σ' αυτό δεν έχει άδικο. Εμείς, μας βλέπεις; μπορεί να είμαστε ρεμάλια του κερατά, αλλά είμαστε πολύ ευγενικοί άνθρωποι. Δεν είμαστε;
-Ναι αλλά δεν εννοώ αυτό για σας, εννοώ αυτά που μου λέει η μαμά να κάνω.
-Τι σου λέει παιδί μου, πέστα μας όλα εδώ. Η μαμά θα απολογηθεί.
-Δεν είναι καιρός να αποσυρθεί το παιδί, αργά πήγε η ώρα, να ξαπλώσει στο μέσα δωμάτιο, έφαγε, ήπιε, γέλασε, καλά δεν είναι;
-Σκάσε μάνα. (Όλοι μαζί)
Ωρε κι αρχίζει η διαλεκτική. Ωρε κι από ποια πόρτα να φύγω. Ωρε και νά' μαι μόνη μου, κι εκείνος ο πατέρας της όποτε τον χρειάζεσαι πάντα λείπει.
Τελικά φτάνουμε στη χρυσή τομή.
-Κοίτα βάσια, της λένε εκ περιτροπής. Η μαμά σου κατά βάση είναι φίλη μας πάνω από είκοσι χρόνια και την αγαπάμε, όσο για σένα σε λατρεύουμε. Αν βρεις φίλους που καταφέρεις να τους κρατήσεις είκοσι χρόνια και να πηγαίνεις το παιδί σου σ' αυτούς, θα σε πούμε μάγκα. Άρα κάτι καλό έχει κάνει στη ζωή της. Κι έπειτα μαλακίες ξεμαλακίες, έφτιαξε εσένα που είσαι ένα υπέροχο παιδί, και δεν μπορεί, κάπου θα έχει βάλει το χεράκι της κι αυτή.
-Ναι στον ύπνο μου.
-Έλα ρε μη γίνεσαι σπαστικιά τώρα. Δεν την είχες πάντα από δίπλα σου τη μαμά;
-Παρα από δίπλα μου. Αλλά δεν φταίει αυτή, εγώ φταίω που πάω και της κάθομαι στο σβέρκο ακόμα κι όταν γράφει, γιατί δεν μπορώ μόνη μου.
-Φταίει φταίει φταίει! (Με μια φωνή όλοι).
Εγώ, στα μαύρα μου πανιά. Ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί. Να βγω και μαλακισμένη μάνα στα σαρανταεννιά μου, δεν το περίμενα. Άλλα σχέδια είχα εγώ για μένα και το παιδί μου.
Τους το είπα, σκάσανε όλοι στα γέλια, δεν ξέρω γιατί, εγώ σοβαρολογούσα.
Η Βάσια σηκώθηκε να τους μάθει τους καινούργιους χορούς, εγώ αποσύρθηκα με τον Άκη στον κήπο για λίγο.
-Πως είσαι; Πως τα πας με τη δουλειά; με την υγεία σου, προσέχεις τον εαυτό σου;
-Καλά είμαι, καλά. Εξακολουθεί να μου αρέσει η δουλειά μου, ώρες δεν έχω πολλές ελεύθερες και γι' αυτό γκρινιάζει η βάσια, λεφτά λίγα αλλά ζούμε, από υγεία δεν ξέρω που βρίσκομαι, άρα καλά.
-Και το άλλο; Ηρέμησες; το ξεπέρασες;
-Ε τώρα, αρχαία ιστορία. Έχει τελειώσει. Σαν έργο που είδες πριν καιρό και δεν θυμάσαι γιατί σου άρεσε.
-Μαζί μου μιλάς. Άσε τις μαλακίες.
-Αλήθεια είμαι καλά. Τέλειωσα και το βιβλίο μου. Το θυμάσαι εκείνο που διάβασες πριν τέσσερα χρόνια; Επιτέλους τελείωσε.
-Δηλαδή περίμενες να χωρίσεις για να το τελειώσεις;
-Μάλλον αυτό έκανα ενδομύχως. Πλάκα δεν έχει;
-Αν έγραψες κωμμωδία ναι. Κωμωδία έγραψες;
-Όχι δράμα.
-Χαχαχαχα! μαλακισμένο! Αφού σε ξέρω ρε, δεν αλλάζεις εσύ.
-Γι' αυτό δεν μ' αγαπάς;
-Ναι ρε ηλίθιο, γι' αυτό. Και για όλα τα άλλα που δεν σου λέω, για να μην καβαλήσεις το καλάμι.
-Ελάτε ρε σεις, δώστε μου και μένα μια φορά ένα καλάμι να το καβαλήσω, τι θα πάθετε δηλαδή;
Ακούει την έκκληση μέσα στο ψευτοκλάμμα και τα γέλια ο Δημητρης, σκάει μπροστά μας με μια σκούπα.
-Αυτό σου κάνει;
-Καλάμι ρε είπα! Σκούπα καβαλάω κάθε μέρα!
-Οκ σοβαρή μαμά, στην επόμενη συνάντηση θα σου έχουμε καλάμι.
Τότε θυμήθηκε να πει κάτι ο Άκης.
-Ρε σεις, όταν μου είχε ανακοινώσει ότι είναι έγκυος και θα το κρατήσουν, κάθε φορά που πήγαινα να την φανταστώ σαν μάνα έσκαγα στα γέλια. Και κάθε φορά που έβλεπα αυτό το ξένο σήριαλ, το παντρεμένοι με παιδιά, φανταζόμουν την δικιά της οικογένεια ρε κι είχα βαφτίσει την τύπισσα Ελένη. Χαχαχαχα
-Ευχαριστώ πολύ.
-Ναι αλλά το παιδί σου δεν βγήκε ανώμαλο όπως εσύ. Μια χαρά βγήκε. Λέγε ρε τι έκανες; Τώρα γεράσαμε δεν θα σε κλέψουμε.
-Να σκάσετε δεν θα σας πω!"
Η Βάσια μέσα είχε ξεσαλώσει. Σηκώθηκα να της πω να φύγουμε ένεκα η δουλειά Κυριακάτικα, αλλά δεν μαζευόταν. Ξανακάθισα για λίγο.
-Το γλύτωσα τόσα χρόνια το παιδί από τη φάρα σας, μου το χαλάσατε τώρα εσείς, μέσα σε ένα βράδυ.
-Γι' αυτό δεν το έφερες;
-Εδώ που τα λέμε..
Άλλα γέλια. Μέχρι τη στιγμή που έπεσε εκείνο το τραγούδι.
Στον κήπο τις νύχτες έχει υγρασία. Το φεγγάρι παίζει κρυφτό ανάμεσα στα δέντρα, υπάρχουν ακόμα στην Αθήνα μερικά τέτοια σπίτια. Ο τοίχος στο σπιτάκι της αυλής είναι ζωγραφισμένος, εξωτικά πουλιά πετούν πάνω του και το φεγγάρι είναι σταθερό, λαμπερό μέσα στο μισοσκόταδο, λευκό, ακίνητο, πάνω από τα φυλλώματα, πάνω από την πραγματικότητα, πάνω από τις μνήμες και πάνω από τον χλευασμό του χρόνου.
Έχει υγρασία τις νύχτες στον κήπο. Πονάνε τα κόκαλα, τ' αθροιτικά, ο αυχένας, κρυώνει το στομάχι, τρέμει.
-Ελάτε μάγκες να σας φιλησω, ξύλιασα εδώ πέρα. Ώρα να του δίνουμε πια.
Το child time δεν ξύπνησε μόνο τις πρόσφατες μνήμες. Ο Άκης ήρθε πρώτος.
"-Αν έχεις αποφασίσει να ζεις με τις μνήμες, τότε κάντο σωστά. Αυτό το γαμημένο τραγούδι το άκουσες πρώτη φορά μαζί μου.
-Δεν το ξεχνάω μάτια μου, μην ανησυχείς. Προχτές έγραψα ένα κείμενο στο μπλογκ. Το ονόμασα η μνήμη της δύναμης. Λες να μη σε είχα στο νου μου;
-Αυτό δα σου έλειπε! Σ' αγαπώ. Να προσέχεις.
-Κι εγώ. Σφύρα ξανά αν γίνει κάτι ναι;
-Σύντομα. Ασε τη Βάσια σπίτι για τιμωρία τώρα. Χαχαχα"
Η Βάσια στο ταξί τιτίβιζε ασταμάτητα. Ήταν ενθουσιασμένη.
"-Τόσα χρόνια τους βαριόμουν και κοίτα να δεις, έχουν πλάκα τελικά αυτοί. Όλοι σας έχετε πλάκα.
-Ναι μωρό μου. Όλοι μας έχουμε πλάκα. Ο καθένας τη δικιά του και πάει...".

No comments: