Wednesday, October 17, 2007

Ούτε σεισμός ούτε πυρκαγιά

Είχα να δω ειδήσεις κάτι εβδομάδες. Είχα να πάρω είδηση τι συμβαίνει σ' αυτό τον τόπο κάτι μήνες. Από τις πυρκαγιές θαρρώ. Το μυαλό μου λειτουργούσε στον αυτόματο σε ότι είχε σχέση με υποχρεώσεις που έπρεπε να διεκπεραιώσω. Τα συνθήματα στους τοίχους τα προσπερνούσα αδιάφορη. "Αφού δουλεύεις για να ζεις, γιατί "σκοτώνεσαι" στη δουλειά;". Ποσώς μ' ενδιέφερε να δουλέψω για να ζήσω. Δούλευα για να κουράζομαι. Ποσώς μ' ενδιέφερε να σκεφτώ και τί κάνω ή γιατί το κάνω. Φορές καθόμουν εδώ μπροστά, επί μία ολόκληρη ώρα, μπροστά στην άδεια οθόνη της ανάρτησης. Έγραφα μια μικρή φράση και μετά τη διέγραφα. Σηκωνόμουν κι έβαζα πλυντήριο. Σε ότι αφορούσε το προγραμμά μου, τα είχα τακτοποιημένα όλα. θα κάνω έτσι κι αλλιώς, τάδε η ώρα αυτό, την άλλη ώρα εκείνο, επισκέψεις σε φίλους, βόλτα τη βάσια, βόλτα την Κλειώ ακόμα και ψώνια. Πρώτη φορά μπούκαρα με τόση λύσσα στα μαγαζιά. Κάθε μικρή ανάπαυλα, κάθε στιγμή ήσυχη για καφέ, μ' έπιανε απροετοίμαστη.
Και ήταν και κείνη η ντροπή να κυκλοφορώ ολόκλητη γαιδάρα μ' ένα ύφος λες και μου βούλιαξαν οι βάρκες. Πήρα μεγάλα μαύρα γυαλιά και ρούχα μοντέρνα. Μέχρι και το χαμηλοκάβαλο παντελόνι με τη ζώνη στους γοφούς φόρεσα.
Ήξερα πως πάνω από οτιδήποτε έπρεπε να δρω, να ενεργώ να κοιτάζω γύρω μου. Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο δύσκολο. Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα απ' τα μέσα μου.
Και ήταν έτσι μέχρι σήμερα το πρωί. Πιθανόν θα είναι έτσι και αύριο, αλλά με μεγαλύτερη συναίσθηση του τι κάνω. Είναι πολύ απαξιωτικό για τους άλλους ανθρώπους να νιώθεις μόνος στο λούκι σου. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Το ένιωσα σήμερα.
Μέσα στο σούπερ μάρκετ φόρτωσα το καρότσι με τις προμήθειες για τη δουλειά, άφησα πίσω το σακιδιό μου και το κεφάλι μου και βγήκα. Η υπάλληλος με ακολούθησε και μου έδωσε το σακίδιο. Με το που το φόρεσα στον ώμο, μια γυναίκα καμιά εξηνταριά χρονών, ντυμένη προσεγμένα αλλά φανερά ταλαιπωρημένη, με πλησίασε δειλά. "-Με συγχωρείτε, μήπως σας βρίσκονται πενήντα λεπτά να πάρω κάτι να φάω;" Είναι η ίδια φράση που έχω ακούσει χιλιάδες φορές. Μερικές φορές ήταν ολοφάνερο πως ο/η επαίτης έλεγε ψέματα αλλά δεν μ' ενδιέφερε να το ψάξω παραπέρα. Άλλοτε έδινα άλλοτε δεν έδινα και συνέχιζα το δρόμο μου. Αυτή τη φορά κοντοστάθηκα. Έψαξα στην τσέπη μου, βρήκα πενήντα λεπτά και της τα έδωσα. Η γυναίκα μόλις άπλωσε το χέρι της, μπούκωσε. Μου είπε με σπασμένη φωνή "-Ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου, ευχαριστώ πάρα πολύ", και αμέσως μετά με το κεφάλι σκυμμένο και κλαίγοντας γοερά πήγε να κρυφτεί πίσω από τη γωνία του τοίχου. Άφησα το καρότσι μόνο του με τα πράγματα και την ακολούθησα. Η γυναίκα τώρα καθόταν στο παγκάκι, έσφιγγε το πενηντάλεπτο στο χέρι της και έκλαιγε. Ξαναχώνω το χέρι στην τσέπη και βγάζω δυο ευρώ. "-Να, βρήκα κι αυτά" της λέω. Αυτή σηκώνει το κεφάλι της ξαφνιασμένη βλέπει πως είμαι πάλι εγώ και ξεσπάει σε νέο κλάμα. Όχι δεν ήθελα να ακούσω. Όχι δεν ήθελα να ξέρω. Της γύρισα την πλάτη επίσης συγκινημένη και πήγα στο καρότσι μου. Σκεπτόμουν πως τουλάχιστον δεν έχω βρεθεί στο δρόμο χωρίς δουλειά, εγκατελειμένη από γνωστούς, φίλους, συγγενείς, δεν ζω την απόλυτη δυστυχία με τον τρόπο που την βιώνουν άλλοι συνανθρωποί μου, είμαι σε θέση να διαβάσω τα μάτια των ανθρώπων και να αναγνωρίσω μέσα τους την αλήθεια, έχω περάσει από κει αν και είχα για σύμβολο ζωής την "πείνα" του Κνουτ Χάμσουν.
Λίγα λεπτά πριν σκεπτόμουν πως έναν δικό σου που πεθαίνει τον κλαις με αγάπη. Έχεις μέσα σου την ειρήνη του ανθρώπου που αγάπησε κι αγαπήθηκε. Διατηρείς αμείωτο όλο το σεβασμό και κάθε γλυκό αίσθημα για έναν δικό σου που παίρνει ο θάνατος. Αυτός εδώ είναι ένας άλλος απάνθρωπος τρόπος για να χάσεις κάποιον. Σε αδειάζει, σε γκρεμίζει, κάθε μνήμη σε χτυπάει σαν ειρωνία και σαρκασμός. Σε καταβάλει εκείνο το τεράστιο ανεξήγητο "γιατί" που είναι κρεμασμένο σε κάθε τοίχο κάθε τι που πάνω του πέφτει η ματιά σου, κάθε τι που σκέπτεσαι και θυμάσαι. Δεν μπορείς ούτε νοερά να του ευχηθείς καλή τύχη, όχι γιατί εύχεσαι το αντίθετο αλλά γιατί σε νίκησε το τέρας που κατοικεί μέσα σου κι έτσι επάνω στην τρέλα της απόγνωσης, είπες λόγια χειρότερα κι από την ίδια την προδοσία. Τον τελευταίο καιρό αυτό ήταν το μόνιμο σαράκι μου. Το σκαλπ που κρατώ στα χέρια μου, είναι το σκαλπ της ιστορίας μου. Και δεν ξέρω που να πάω να το καταχωνιάσω και που να πλύνω τα χέρια μου, έτσι που να μη νιώθω το αίμα της να με κυνηγάει.
Δεν πιστεύω στον Θεό αλλά εξακολουθώ να πιστεύω στους ανθρώπους, είμαι φτιαγμένη για να πιστεύω στους ανθρώπους και καταφεύγω πάλι σ' αυτούς. Κι αν το είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ κι αν δεν το είπε, "Πραγματικοί άνθρωποι είναι αυτοί που δεν υπήρξαν", κι αν είναι μια αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι η δικιά μου αλήθεια. Πιστεύω στην καλή πρόθεση των περισσότερων ανθρώπων και στην ικανοτητά τους ν' αναγνωρίζουν την πραγματική ανάγκη. Πιστεύω στη συμπόνοια που προκαλείται από την αναγνώριση μιας πολύ γνωστής κατάστασης, μιας πολύ γνωστής εικόνας. Δεν είναι τυχαίο το παρόν που έδωσαν εδώ μέσα οι φίλοι μου.
Σήμερα είδα και ειδήσεις. Όχι ότι έμαθα κάτι καινούργιο, αλλά διαπίστωσα αυτό.
θα ήθελα να γύριζα ελάχιστα το χρόνο πίσω. Μέχρι τη στιγμή που η θάλασσα, άρχισε ν' αγριεύει μέσα μου και ήταν αργά για να την συγκρατήσω. Θα ήθελα να μπορούσα να είμαι ήρωας αλλά ήμουν μόνο μια γυναίκα έντρομη. παραμορφωμένη. Και τώρα κρατάω στα χέρια μου αυτό το σκαλπ που δεν ξέρω που να καταχωνιάσω. Έτσι που να μπορέσω μια μέρα κι εγώ να κάνω μιαν ευχή για έναν άλλο άνθρωπο και να νιώσω άνθρωπος.
Κι αυτή η γυναίκα σήμερα με βοήθησε λίγο να ξαναγίνω άνθρωπος, αλλά την πιο πολύ βοήθεια, το μάθημα και το ταρακούνημα τα πήρα εδώ μέσα. Από σας όλους που μ' επισκεφτήκατε. Τη μάπα από τη so far που χρειαζόμουν, το παρόν όλων των υπολοίπων παρά τους τόσους μήνες της απουσίας μου.
Δεν γράφω σαν αμέτοχος παρατηρητής του κόσμου. Γράφω σαν δέκτης και σαν ερμηνευτής, ασχέτως της ποιότητας μετάφρασης. Σήμερα ο κόσμος μου έδειξε πως συνεχίζει να υπάρχει έξω από μένα, με κείνο τον άλλοτε μεγαλειώδη κι άλλοτε μίζερο τρόπο που το καταφέρνει.
Φοβερή ανακάλυψη ε;

No comments: