Sunday, October 28, 2007

Τσίγκος

Τα μανεκέν παρευλαύνουν. Εν δυο εν δυο, ένα στ' αριστερό και...ένα, ένα, ένα, ένα. Δεφίγγου που κοιτάς; Από τη άλλη είναι οι επίσημοι. Ντάλη μάθε να μετράς. Φρ Φρ φρρρ! Μ' αυτά τα χάλια θα πάτε στην παρέλαση; Τι μαλλούρες είναι αυτές Γιαννακόπουλε; Κλείσε το στόμα σου θα μπει καμιά μύγα ψηλέα! Τσίγκο, δεν θ' ανέβεις στην οροφή του κλουβιού. Στο δρόμο θα περπατήσεις! -Κάντε ένα διάλειμμα παιδιά, ανάπαυση. -Να διαλύσουμε τις σειρές; -Όχι, ανάπαυση είπα. Υπάρχουν μερικοί εξυπνάκηδες εδώ πέρα, που νομίζουν ότι κοιτάζοντας προς την αντίθετη μεριά την ώρα που περνούν από τους επισήμους, κάνουν κάποιο κατόρθωμα. Αν είστε επαναστάτες λεβέντες μου, δεν έχετε καμιά θέση στο σχολείο. Πηγαίνετε να βρείτε τους ομοίους σας εξωσχολικούς γιεγιέδες, να κάνετε την πλάκα σας. Εδώ θα είστε σοβαροί και μετρημένοι. Και αν κανείς διανοηθεί κατά τη διάρκεια της παρέλασης να κάνει καμιά εξυπνάδα για χαβαλέ, να το ξέρετε θα φάει αποβολή. Εδώ γιορτάζουμε την εθνική μας αντίσταση. Αν νομίζετε ότι τα παλικάρια μας που πήγαν και σκοτώθηκαν για να εμποδίσουν τον εχθρό να καταλάβει τη χώρα μας αξίζουν αυτό το είδος μνήμης, συνεχίστε να κάνετε γελοιότητες. Ξέρετε σεις ποιοι είστε και για ποιους μιλάω. Αλλά να το ξέρετε, με τις γελοιότητες, δεν πρόκειται ποτέ να φτάσετε πουθενά, ούτε να σας εκλάβει κανείς για σοβαρούς ανθρώπους, ούτε καν Έλληνες μπορείτε να αποκαλείστε, αν δεν μάθετε να σέβεστε την ιστορία σας. Κατέβασε το χέρι σου Τσίγκο, δεν ακούω τίποτα. Μίλησα και λάλησα! Σοβαρευτείτε γιατί θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα. Έγινα σαφής Δημητρίου και Χάλαρη; -Μάλιστα Κυρία. -Τι θέλεις επιτέλους Τσίγκο; -Κυρία γιατί καταφέρεστε με τόση έχθρα κατά των επαναστατών αφού κι αυτοί που μας κυβερνούν σήμερα, επανάσταση δεν κάνανε; Επαναστάτες δεν αποκαλούν τους εαυτούς τους; Και είναι τάχα αυτή μια εθνική επανάσταση; -Ξέρεις πολύ καλά εναντίον ποιών επαναστατών καταφέρομαι Τσίγκο. Αν είσαι συ επαναστάτης, εγώ είμαι ο Τσε Γκεβάρα, αλλά καθώς κρύβεστε πίσω από τις σάχλες σας και το όνομα των γονιών σας μερικοί, το παίζετε κι επαναστάτες. Στην ουσία σας είπα, αυτά που κάνετε είναι γελοιότητες. Και δεν θα κάνουμε εδώ πέρα πολιτική συζήτηση, ξέρετε πολύ καλά τι σας λέω και τι κάνετε. Άσε τις εξυπνάδες λοιπόν. Επιστροφή στις γραμμές. Σημειωτόν, μπρος μαρς" Μια βδομάδα μετά την παρέλαση, η καθηγήτρια της γυμναστικής Σωτηρία Τζανέτου εξαφανίστηκε από το σχολείο. Κάποιοι είπαν πως είναι χουντική και πως με τα μέσα που διέθετε, πήγε σίγουρα σε κάποια ανώτερη οργανική θέση. Κάποιο άλλοι την έβρισκαν εξαιρετικά αναρχική και απειθάρχητη, ήταν σίγουροι ότι η καθηγήτρια είχε πάρει δυσμενή μετάθεση σε κάποιο απομακρυσμένο νησί ή μπορεί να βρισκόταν ακόμα και στη φυλακή. Η παρέλαση όμως έγινε με την εποπτεία της. Και στη διάρκειά της, οι εξυπνάκηδες, έδειξαν να έχουν ξεχάσει το χαβαλέ τους, αν και οι περισσότεροι πήγαν ακούρευτοι. Πέρασαν μπροστά από τους επίσημους με τα σφιγμένα σαγόνια και τα διαβολικά μάτια. Προσποιήθηκαν ότι γυρίζουν τα κεφάλια τους προς το μέρος τους αλλά κοίταζαν ψηλά, τα σύννεφα που άσπρα στην αρχή άρχισαν να πυκνώνουν, να γκριζάρουν, να βαραίνουν από τους στεναγμούς των φιμωμένων ανθρώπων. "Αντηχεί ο Γράμμος τα τραγούδια, ξημερώνει λευτεριά, εν δυο, εν δυο" Η μουσική απ' τα μεγάφωνα δίνει το μαρς. Κι αμέσως μετά το πέρασμα από τους επισήμους, τα τύμπανα των παιδιών της έκτης αρχίζουν πάλι να χτυπούν γρήγορα, μανιασμένα, καλύπτουν τα μεγάφωνα, στη στάση που κάνουν για ανασύνταξη τραγουδούν δυνατά "Σώπα όπου νά' ναι θα σημάνουν οι καμπάνες" και οι εθνικοί μας ήρωες παρατάσσονται και βαδίζουν δίπλα τους. Ο κόσμος, μετά το πρώτο ξάφνιασμα χειροκρότησε πιο δυνατά. Με ενθουσιασμό, σφυρίγματα, φωνές, μέχρι τη στιγμή που έπεσαν οι πρώτες σφαλιάρες κι άνοιξαν μερικές μύτες. Όρμησαν πρώτοι μέσα στις γραμμές η Τζανέτου μαζί με έναν καθηγητή να διαλύσουν τη σύνταξη, να σπρώξουν τα παιδιά να φύγουν, να δείξουν στους μπάτσους ότι ελέγχουν την κατάσταση και να τους σταματήσουν. Ο καθηγητής άρπαξε τον Τσίγκο από το πουλόβερ και τον τράβηξε με δύναμη προς το μέρος του. "Όχι εδώ ρε μαλάκες, όχι έτσι..." Όρμησαν και οι γονείς ν' αρπάξουν τα παιδιά τους να τα πάνε στο σπίτι ασφαλή. Και δυο μέρες μετά, έπεσαν οι αποβολές σαν το χαλάζι. Εκεί, σε κείνη την παρέλαση τα κορίτσια είχαν αψηφήσει τον κανονισμό και είχαν φορέσει όλες κοντές φούστες. Τ' αγόρια δεν είχαν κόψει τα μαλλιά. Η εικόνα τους ήταν εικόνα τρομακτική νεολαίας απειθάρχητης και παραστρατημένης. Ελάχιστα από αυτά τα παιδιά ήξεραν τη λέξη Χούντα. Είχαν νιώσει όμως στο πετσί τους για τα καλά τι σημαίνει αυταρχισμός, πλύση εγκεφάλου και τρομοκρατία. Τη μέρα των αποβολών, μια βαριά σιωπή επικρατούσε στα διαλείμματα στο προαύλιο του σχολείου. Ένας ένας οι μαθητές που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το επεισόδιο, πέρναγαν μπροστά από τους άλλους και τους ανακοίνωναν τις μέρες. "Έξι, τρεις, πέντε" ανάλογα με τη δικαιολογία που είχαν προβάλει στο γραφείο των καθηγητών, για το πως ήταν και τι έκανε καθένας από αυτούς τη στιγμή της προκλητικής ενέργειας. Ο Τσίγκος είπε, "Εγώ δεν τραγουδούσα, χτυπούσα μόνο ένα γρήγορο ρυθμό όπως συνηθίζουμε να κάνουμε κάθε χρόνο μετά το πέρασμα από τους επισήμους. -Έπρεπε να σταματήσεις όταν άκουσες τους άλλους να τραγουδάνε. -Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, ήταν η θέληση του λαού". Τους απαντά με χαριτωμένο ύφος ο μαλλούρας ο Τσίγκος και τρώει μια σφαλιάρα από τον γυμνασιάρχη. "Γι' αυτό ακριβώς ήταν η θέληση του λαού" σχολιάζει σοβαρός τώρα ο Τσίγκος, κοιτώντας τον στα μάτια. "-Δεν έχεις θέση σε αυτό το σχολείο αλήτη! Έξω και μην ξαναπατήσεις εδώ" Του φωνάζει ο γυμνασιάρχης. Ένας καθηγητής, ο ίδιος που τον είχε αρπάξει από το πουλόβερ, επεμβαίνει. "-θα συσκεφθεί ο σύλλογος Τσίγκο ν' αποφασίσει για σένα. Προς το παρόν κάτσε σπίτι σου μέχρι νεοτέρας. Θα ειδοποιηθούν οι γονείς σου". Ύστερα το γεγονός σιγά σιγά ξεχάστηκε. Οι φωνές των παιδιών άρχισαν να δυναμώνουν πάλι στο προαύλιο και το μόνο που έμενε ήταν να μάθουν ποια θα ήταν η τύχη του συμμαθητή τους. Δέκα μέρες μετά μετά από μεγάλες προσπάθειες των γονιών του, παρακάλια, υποσχέσεις, τιμωρίες στον ίδιο, περιορισμούς κι ένα μέσο που έψαξαν και βρήκαν από γνωστό γνωστού, αποφασίζουν να του επιτρέψουν την επιστροφή στο σχολείο. Τύπος και υπογραμμός ο Τσίγκος. Μαλλί κουρεμένο κοντό, σήμα στο πέτο, μετρημένα λόγια, κομμένες οι καφετέριες στο σχόλασμα και τα πειράγματα στα κορίτσια. Ζωή για κλάματα. Μέχρι τη στιγμή που σκάσανε μύτη εκείνοι οι φοιτητές έξω από το κλειδωμένο προαύλιο κι άρχισαν να πετάνε τις προκηρύξεις μέσα . "Κάτω η Χούντα, Ψωμί Παιδεία Ελευθερία" "Τι είναι η Χούντα ρε παιδιά;" Άρχισαν να αναρωτιούνται όλοι μεταξύ τους. Ο Τσίγκος σήκωσε το χέρι ψηλά και σημάδεψε με το δάχτυλο το παράθυρο του γυμνασιάρχη. "Αυτός εκεί πάνω και ο μαλάκας που έχει κρεμασμένο στο κάδρο". Κάποια παιδιά άρχισαν να μαζεύονται γύρω του, οι φωνές χαμήλωσαν. Ο καθηγητής που τον είχε αρπάξει από το σβέρκο, παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από ένα άλλο παράθυρο. "Τώρα Τσίγκο..." ψιθύρισε συγκινημένος και αμέσως μετά είδε το αγόρι να ορμάει στα κάγκελα. Μαζί του όρμησαν καμιά δεκαριά άλλοι. Σκαρφάλωσαν, πήδηξαν έξω, ο Τσίγκος όμως παρέμενε σκαρφαλωμένος μισός από τη μια μεριά μισός από την άλλη και καλούσε όλους τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν. Άδειασε το προαύλιο. Κάνει κι αυτός να πηδήξει να πάει με τους άλλους, ο γυμνασιάρχης τρέχοντας τον πρόλαβε, του άρπαξε το πόδι, ο Τσίγκος σήκωσε το βλέμμα του αναποφάσιστος στο παράθυρο που είχε αντιληφθεί τον καθηγητή να τον κοιτάζει. Εκείνος του έκανε με το κεφάλι του ένα νεύμα. "Φύγε!" Και το παιδί κλωτσάει το γυμνασιάρχη και πηδάει έξω. Ύστερα όλα έγιναν όπως τα ξέρουμε, όπως τα ακούσαμε, όπως τα έζησε ο καθένας. Τα παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο την επόμενη εβδομάδα και μέσα στο προαύλιο επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή. Ο Τσίγκος δεν γύρισε. Ούτε πέθανε. Δεν έγινε επιστήμονας. Έγινε μαραγκός και την ώρα που χρησιμοποιεί την πριονοκορδέλα, δεν φοράει τ' ακουστικά του. Η δακρυγόνα που έσκασε δίπλα του του κατέστρεψε τα ακουστικά τύμπανα δια παντός. Τον μάζεψαν έτσι διπλωμένο στα δύο να κρατάει τα αυτιά του και τον έριξαν μέσα στην κλούβα μαζί με άλλους. Επειδή ήταν μαθητής οι γονείς του κατάφεραν να τον πάρουν από το κρατητήριο και να τον πάνε σε ένα νοσοκομείο. Όταν βγήκε από κει, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στο σχολείο. Άφησε μαλλιά μακριά μέχρι τη μέση που έπιανε αλογοουρά όταν δούλευε. Και έτσι μακριά τα έχει ακόμα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πηγαίνει στις παρελάσεις κάθε 28η Οκτωβρίου και μόλις περνάει η τελευταία τάξη του λυκείου από τους επισήμους, πάει και παίρνει το τύμπανο του αρχηγού. Χτυπάει το γρήγορο ρυθμό του πιο γρήγορο κάθε φορά και οι άλλοι της σχολικής μπάντας τον ακολουθούν. Είναι ο γραφικός τύπος της παρέλασης και πια, οι άνθρωποι που τον παρατηρούν γελάνε με τα καμωματά του, τα καμώματα ενός τρελού και ασοβάρευτου ανθρώπου. Θα τον δω πάλι σήμερα. Θα τον δω.

ΥΓ Για τη γυμνάστρια Τζανέτου, σε επόμενο ποστ. -

6 comments:

Anonymous said...

Δι' ημάς τους 50 και κάτι που είμαστε
στο εξατάξιο γυμνάσιο την εποχή της χούντας, το κείμενο αυτό λέει πολλά.
Σ' ευχαριστώ για τις θύμησες. Να είσαι καλά.

Πρεσβύωψ

herinna/ said...

Χαίρομαι που τα θυμάμαι τόσο καλά αν κομμάκι, μόλις μια ανάσα μικρότερη πρεσβύωψ. Στο παρά πέντε που λένε.

Κωστής Γκορτζής said...

Και σε μας, στο 'και δεκαπέντε', επίσης. Να 'σαι καλά!

herinna/ said...

Όταν διάβαζα για το Βέλος Κωστή, σκεπτόμουν πως πέρα από τους κυνηγημένους, ήταν συγκεκριμένες οι ομάδες του λαού που ένιωσαν βαθιά στο πετσί τους τι εστί δικτατορία και Χούντα. Εμείς τα τότε παιδιά νιώθαμε σαν αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Anonymous said...

Άχ βρέ Λενιώ μου!!! τι μου θύμησες τώρα...
"Εμείς τα τότε παιδιά νιώθαμε σαν αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης."

πές το ψέματα)))

απίστευτη ανάρτηση!!!
νάσαι καλά!!!

herinna/ said...

Του σωματείου κι εσύ Ελένη; Άντε μετά να μη μας βρίζουν οι πιτσιρικάδες που παίζουμε με τα παιχνιδάκια τους χεχε.
Να' σαι κι εσύ καλά καλή μου και κοίτα να το κάνουμε αυτό που είπαμε.